Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου με απασχολεί το ζήτημα της διδασκαλίας της Ιστορίας στο σχολείο. Ο προβληματισμός έκανε τρεις κύκλους. Ο πρώτος αναπτύχθηκε όταν ήμουν μαθητής και υποψήφιος στις Πανελλήνιες (τότε) Εξετάσεις. Ο δεύτερος όταν άρχισα να διδάσκω το μάθημα σε ελληνικά σχολεία και ο τρίτος όταν βίωσα την αντιμετώπιση του μαθήματος από τα παιδιά μου, στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Κοινό χαρακτηριστικό των τριών εμπειριών ήταν η γεγονοτολογική παρουσίαση της Ιστορίας, η οποία ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του σχολικού εγχειριδίου καθιστούσε λιγότερο ή περισσότερο επώδυνη την εμπειρία του προσλαμβανόμενου ως δυσνόητου μαθήματος. Το στοιχείο λοιπόν που υποβίβαζε εγχειρίδια γραμμένα από εμπνευσμένους παιδαγωγούς του δεύτερου προαναφερθέντος κύκλου ή καλούς επιστήμονες του τρίτου στο επίπεδο αντίδρασης κατά τον πρώτο κύκλο (δηλαδή της μαθητικής μου ηλικίας) ήταν η εστίαση σε μια γραμμική παρουσίαση ιστορικών γεγονότων με έμφαση στα πολιτικά και στρατιωτικά, με μικρότερες ή μεγαλύτερες παρενθέσεις διαβαθμισμένης εμβέλειας ιστορίας του πολιτισμού, με τρόπο που δεν μπορούσε να πείσει τα παιδιά (ίσως και τους δασκάλους τους) ότι το πράγμα τα αφορά με οποιονδήποτε τρόπο. Δεδομένου μάλιστα ότι πρακτικά ποτέ δεν διδάσκονταν η σύγχρονη ιστορία, η οποία κάπως θα έφερνε το μάθημα πιο κοντά στα βιώματα ή στις εξ ακοής εμπειρίες των μαθητών, το πρόβλημα μεγάλωνε. Αν συνυπολογίσουμε το ότι ο λόγος κάποιων εγχειριδίων υπερέβαινε (και υπερβαίνει) την αφαιρετική ικανότητα των μαθητών στους οποίους απευθύνονταν, οδηγούσε τα παιδιά σε σχεδόν καθολική άρνηση. Μολονότι καταβλήθηκε προσπάθεια, η τελευταία γενιά εγχειριδίων να είναι περισσότερο συνοπτική, η μείωση του αριθμού των σελίδων δεν έλυσε το πρόβλημα, καθώς κάποιοι συγγραφείς, για να χωρέσουν τις ενότητες τις οποίες έπρεπε να καλύψουν στις λιγότερες πλέον σελίδες, αναγκαστικά προχώρησαν σε μεγαλύτερη πύκνωση και αφαίρεση.
Θεωρώ λοιπόν πολύ σημαντικό ότι το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής ανέλαβε την πρωτοβουλία να αναδομήσει εκ βάθρων την ύλη του μαθήματος της Ιστορίας τόσο ως προς τη διδακτέα ύλη όσο και ως προς τη μέθοδο και το υποστηρικτικό υλικό. Εκτιμώ δε ότι η εκπαιδευτική κοινότητα οφείλει να υποδεχθεί θετικά την πρωτοβουλία και καθένας να συνεισφέρει με την υποβολή απόψεων που έχουν συγκροτηθεί στη βάση εμπειρίας που συνάχθηκε από τη διδακτική πράξη, λαμβάνοντας πάντως υπόψη ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην ακαδημαϊκή Ιστορία, η οποία στοχεύει σε μια Ιστορία που, πληρώντας επιστημονικά κριτήρια, συμμετέχει στην επιστημονική συζήτηση, και τη σχολική Ιστορία, η οποία αποσκοπεί στο να διαμεσολαβήσει στους μαθητές στοιχεία αυτογνωσίας και ετερογνωσίας (ταυτότητας και ετερότητας), ιστορικής σκέψης και προβληματισμού, ως συστατικό στοιχείο κριτικής σκέψης, η οποία συμβάλλει στον γενικό εγγραμματισμό. Πριν ξεκινήσει λοιπόν μια διαδικασία μεταρρύθμισης πρέπει να οριστεί πρώτα το πρόβλημα, ακολούθως να τεθούν οι στόχοι και στο τέλος να χαραχθούν τα μεθοδολογικά εργαλεία και βήματα με τα οποία θα καταβληθεί η προσπάθεια της υλοποίησης των στόχων και επομένως της επίλυσης του προβλήματος.
Όσον αφορά στη σχολική Ιστορία, κατά τη γνώμη μου, κάποια από τα βασικά προβλήματα είναι τα εξής: α) Η προσπάθεια διδασκαλίας μεγάλων χρονικών περιόδων σε λίγες διδακτικές ώρες, β) (κατά συνέπεια) η συμπύκνωση μεγάλης ποσότητας ύλης σε λίγες σελίδες εγχειριδίων, με αποτέλεσμα την αναποτελεσματική διδασκαλία και την αδυναμία αφομοίωσης από τους μαθητές βασικών στοιχείων της εκάστοτε διδακτικής ενότητας, γ) η χρήση σχολικών εγχειριδίων τα οποία συχνά δεν ανταποκρίνονται στην αφαιρετική ικανότητα και στο γενικό γνωστικό επίπεδο των μαθητών της τάξης (και επομένως της ηλικίας) στην οποία απευθύνονται, δ) γεγονοτολογική και όχι θεματική διδασκαλία, με αποτέλεσμα την αδυναμία κατανόησης ιστορικών προβλημάτων και τη συνακόλουθη αδυναμία ανάπτυξης ιστορικής σκέψης, ε) ελλιπή διδασκαλία ή και απουσία διδασκαλίας της σύγχρονης Ιστορίας, με αποτέλεσμα οι μαθητές να μη συνειδητοποιούν στην πράξη την αξία του μαθήματος και να το θεωρούν σαν μια τυπική μάθηση που αφορά απλώς στο παρελθόν, δηλαδή ξεπερασμένη στην ουσία της.
Όσον αφορά στους διδακτικούς στόχους του μαθήματος, είναι λογικό να υπάρχει ποικιλία απόψεων, ανάλογα με την κοσμοθεωρία και την παιδαγωγική σκευή και αντίληψη κάθε προβληματιζόμενου για το θέμα υποκειμένου. Προσωπικά θα εστίαζα, για την οικονομία της συζήτησης, σε ορισμένους μόνο στόχους που άμεσα και έμμεσα αναφέρθηκαν παραπάνω, συγκεκριμένα: α) Προβληματισμός των μαθητών για την έννοια της ιστορικότητας, β) συνειδητοποίηση ότι η Ιστορία δεν είναι απλώς ένα αντικείμενο διδασκαλίας αλλά αφορά άμεσα στη ζωή τους και τους εκπαιδεύει να κατανοούν και να αντιμετωπίζουν δικά τους προβλήματα, γ) προβληματισμός ως προς την έννοια της ταυτότητας και της ετερότητας με παράλληλη στόχευση στην καλλιέργεια της ατομικής, κοινωνικής, εθνικής και ευρωπαϊκής αυτογνωσίας και συνείδησης, δ) πληροφόρηση και προβληματισμός των μαθητών, μέσα από μια αναδρομική κριτική προσέγγιση, για τα εκάστοτε συγχρονικά και διαχρονικά προβλήματα των ανθρώπων και της θεσμικής τους συλλογικότητας μέσω οργανωμένων ομάδων και κρατών, καθώς και για τους τρόπους που επιχείρησαν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα, ε) καλλιέργεια της κριτικής σκέψης γενικώς, στ) ικανότητα αποστασιοποίησης (με την έννοια του Μπρεχτ) από τα σύγχρονά τους προβλήματα και κριτική τους προσέγγιση.
Η μεθοδολογική διδακτική υλοποίηση των παραπάνω ενδεικτικών στόχων προϋποθέτει κατά τη γνώμη μου: α) Τη μείωση των θεμάτων με τα οποία ασχολούνται οι μαθητές σε μια σχολική τάξη με παράλληλη αύξηση του χρόνου που διατίθεται για το μάθημα. β) Τη δραστική μείωση της γεγονοτολογικής προσέγγισης και την εστίαση σε μεγάλα ζητήματα τα οποία διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη ενός λαού (με την ευρύτερη έννοια) ή ενός κρατικού μορφώματος, κατά τρόπο που να εξαντλούνται όλες οι περίοδοι της Ιστορίας. Εκτιμώ ότι στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο μπορεί να διατηρηθεί η σπειροειδής διδασκαλία της ύλης, με εμβάθυνση στον προβληματισμό στο Γυμνάσιο, ενώ στο Λύκειο θα μπορούσε να γίνει συστηματική και αναλυτική εστίαση σε επιλεγμένα μεγάλα ιστορικά θέματα, καθώς οι μαθητές έχουν εξελιχθεί πλέον πολύ στην αφαιρετική σκέψη και έχουν αποκτήσει ευρύτερη παιδεία και αρκετή αυτογνωσία, ώστε να δύνανται να εμβαθύνουν σε απαιτητικότερη μελέτη. γ) Τη συγγραφή σχολικών εγχειριδίων που να υπηρετούν τους στόχους που προαναφέρθηκαν, με προδιαγραφές που να ανταποκρίνονται στην αντιληπτική ικανότητα του μέσου μαθητή της εκάστοτε ηλικιακής ομάδας στην οποία απευθύνονται. δ) Την παράλληλη συγκρότηση ψηφιακού φακέλου για την ύλη κάθε τάξης, από την οποία θα μπορεί να επιλέγει ο εκπαιδευτικός ανάλογα με τις ειδικότερες συνθήκες, υποκειμενικές και αντικειμενικές, και χρήση στο βαθμό του εφικτού των ΤΠΕ, κατά τρόπο που να γίνεται το μάθημα περισσότερο κατανοητό, ελκυστικό, δημιουργικό και συμμετοχικό, να προωθείται συνάμα η δεξιότητα των μαθητών στη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας, χωρίς αυτή να γίνεται αυτοσκοπός του μαθήματος και χωρίς εξιδανίκευσή της. ε) Την εκπόνηση συνθετικών-δημιουργικών εργασιών, μίας τουλάχιστον σε κάθε τάξη, προκειμένου ο μαθητής να αντιληφθεί σε κάποιο βαθμό τον προβληματισμό του υποκειμένου που προσπαθεί να προσεγγίσει ένα ιστορικό πρόβλημα, ώστε ακολούθως να μπορεί να αποδομεί και να ερμηνεύει την παρεχόμενη έτοιμη πληροφορία και γνώση. Το μέγεθος των εργασιών αποτελεί αντικείμενο άλλης συζήτησης. στ) Η διδασκαλία του μαθήματος να ανατίθεται κατά απόλυτη προτεραιότητα σε ειδικούς, δηλαδή σε φιλολόγους που έχουν σπουδάσει συστηματικά το γνωστικό αντικείμενο, διαφορετικά, ακόμη κι αν το IΕΠ διαμορφώσει ιδανικά εγχειρίδια και φακέλους για το μάθημα, η σχολική Ιστορία θα είναι καταδικασμένη να προσαράξει στις ξέρες της ελλιπούς γνώσης τόσο στο γνωστικό αντικείμενο όσο και στη διδακτική του και στην απουσία γνώσης του συνολικού πλαισίου των υπόλοιπων ανθρωπιστικών μαθημάτων που η συνδιδασκαλία τους συμβάλλει καθοριστικά στην ιστορική γνώση, όπως αρχαιομάθεια, γλωσσική διδασκαλία, λογοτεχνία, φιλοσοφία.
Κλείνοντας θα ήθελα να δηλώσω εμφατικά ότι κρίνω αναγκαία την εκ βάθρων αλλαγή της ύλης και των τρόπων διδασκαλίας της σχολικής Ιστορίας. Κατέθεσα παραπάνω έναν εμπειρικό κυρίως προβληματισμό, αισθανόμενος μεγάλη ηθική υποχρέωση απέναντι στα παιδιά μου, τα οποία ακόμη φοιτούν στη δευτεροβάθμιας εκπαίδευση, καθώς και στους μαθητές μου, οι οποίοι ταλανίζονται και δυσανασχετούν αντιμετωπίζοντας τη διδασκαλία ενός μαθήματος το οποίο, υπό διαφορετικούς όρους, θα μπορούσε να τους προσφέρει εργαλεία προσανατολισμού στον μεγάλο λαβύρινθο του ιδιωτικού και του δημόσιου βίου. Εκτιμώ τέλος ότι το ΙΕΠ καλό θα ήταν να προσκαλέσει αντιπροσωπείες πανεπιστημιακών όλων των ιστορικών ειδικοτήτων (αρχαίας, μεσαιωνικής, νεότερης και σύγχρονης Ιστορίας), φιλολόγων-ιστορικών και δασκάλων, να ζητήσει τις προτάσεις τους και να καταλήξει πλέον στο πρακτέο και την εφαρμογή του.
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση
Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό
ΑΣΕΠ: Η πιο Εύκολη Πιστοποίηση Αγγλικών για μόρια σε 2 ημέρες (δίνεις από το σπίτι σου με 95 ευρώ)
Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 14/12
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ - ΓΑΛΛΙΚΩΝ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ
2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη