Των Γιάννη Μαυρή και Γιώργου Συμεωνίδη
[ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ από την εισαγωγή του βιβλίου "Δημοσκοπήσεις και πρόβλεψη των εκλογών στην Ελλάδα 2004 - 2015", εκδόσεις public issue]
Οι δημοσκοπήσεις αποτελούν δημιούργημα του 20ού αιώνα. Από τη δεκαετία του 1930, που ο George Gallup καθιέρωσε τη νέα μέθοδο, μέχρι σήμερα, έχουν μεσολαβήσει οκτώ (8) δεκαετίες. Αλλά και στην Ελλάδα, από το 1946, όταν πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες δειγματοληπτικές έρευνες από τη Συμμαχική Αποστολή για την παρακολούθηση των πρώτων μεταπολεμικών εκλογών (τη γνωστή AMFOGE) έχουν περάσει επτά (7) δεκαετίες.1 Στην μεταπολεμική/προδικτατορική περίοδο, αλλά και στη Μεταπολίτευση, μέχρι το 1990, ο δημόσιος ρόλος τους παρέμενε περιορισμένος.
Τομή θα αποτελέσει η έλευση της ιδιωτικής τηλεόρασης, που θα οδηγήσει, σταδιακά και σε συνδυασμό με άλλους μετασχηματισμούς του πολιτικού και κομματικού συστήματος, στη σημαντική ενίσχυση της θέσης τους.
Ειπωμένο διαφορετικά, οι δημοσκοπήσεις αποτελούν μέρος της σύγχρονης (επαγγελματοποιημένης) εκλογικής διαδικασίας, αφορώντας άμεσα τους εμπλεκόμενους φορείς της: πολιτικά κόμματα και πολιτικούς. Τα κύρια πολιτικά κόμματα διεξάγουν τις δικές τους (ιδιωτικές) δημοσκοπήσεις, κατά την προεκλογική (και μη-προεκλογική) περίοδο και λαμβάνουν υπ’ όψιν τους τα αποτελέσματα όλων των δημοσιευμένων δημοσκοπήσεων πρόθεσης ψήφου, οποιεσδήποτε κι αν είναι οι αμφιβολίες σχετικά με την αξιοπιστία τους. Οι πολιτικοί κάνουν χρήση των διαφαινόμενων αλλαγών στις απόψεις του κοινού, για να ενθαρρύνουν τους υποστηρικτές τους ή να αποθαρρύνουν τους αντιπάλους τους. Η θεωρητική κριτική που έχει ασκηθεί, διεθνώς, στο εργαλείο των δημοσκοπήσεων, από την πολιτική επιστήμη και την κοινωνιολογία είναι εκτενής και ουσιαστική. Αρκετά πρώιμα, ο προβληματισμός για τα όρια του εργαλείου μεταφέρθηκε στην Ελλάδα, από το βιβλίο του Γιώργου Κατζουράκη: Η Σφυγμομέτρηση, Μύθος της Κοινής Γνώμης και Ιδεολογική Επιβολή, που κυκλοφόρησε το 1985 (Κατζουράκης 1985).
Είναι δεδομένο ότι οι δημοσκοπήσεις έχουν κυριαρχήσει στη σύγχρονη «γλώσσα» της πολιτικής. Συγκροτούν πλέον μια νέα μαζική πολιτική ιδεολογία, μέσα από την οποία γίνεται αντιληπτή η πολιτική διαδικασία (Champagne 1990). Με τις δημοσκοπήσεις κατασκευάζονται νέες αναλυτικές ιδεολογικές κατηγορίες κάθε άλλο παρά «ουδέτερες»: Η «εικόνα» του κόμματος, του πολιτικού αρχηγού, των στελεχών, ως μεγέθη ποσοτικά μετρήσιμα, που αποτυπώνουν και αξιολογούν τα κόμματα και τα οποία υπόκεινται στις διακυμάνσεις της συγκυρίας. Είναι φανερό, ότι η κριτική των δημοσκοπήσεων, από αυτήν την οπτική, και τα ανοικτά επιστημολογικά ζητήματα που τίθενται, π.χ. τι είναι η «κοινή γνώμη», εάν είναι δυνατή και σε τι συνίσταται η «μέτρησή» της, δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν στα πλαίσια του παρόντος τόμου.
Μπορεί, ωστόσο, να επισημανθεί, ότι μεταξύ των εννοιολογικών κατηγοριών των δημοσκοπήσεων, η πρόθεση ψήφου διαφέρει. Σε διάκριση με άλλες περισσότερο αμφιλεγόμενες μεταβλητές των δημοσκοπήσεων, όπως π.χ. η «δημοτικότητα» του πρωθυπουργού, της κυβέρνησης ενός κόμματος ή ενός πολιτικού, η «ικανοποίηση» από την κυβέρνηση ή τη «Δημοκρατία» (δηλαδή το πολιτικό σύστημα ή τους θεσμούς) και πολύ περισσότερο, την απολύτως εφήμερη αξία των ερωτήσεων που κατασκευάζουν «σωρηδόν» οι δημοσκόποι, η πρόθεση ψήφου είναι η πλέον «πρακτική» και «χρηστική», στο βαθμό που «μετρά» τις κομματικές προτιμήσεις των εκλογέων, και η μόνη, η οποία υποβάλλεται κάθε φορά στη δοκιμασία της πραγματικότητας, δηλαδή τις εκλογές (την πράξη της ψήφου) και κρίνεται από αυτές.
Χωρίς καμία αμφιβολία, οι αιτίες για την προϊούσα απαξίωση των δημόσιων δημοσκοπήσεων στην Ελλάδα, δεν πρέπει να αναζητηθούν, πρωτίστως, στα (απολύτως υπαρκτά) μεθοδολογικά όρια ή τα ερευνητικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι δημοσκοπήσεις, ως συνέπεια του εξελισσόμενου κοινωνικού μετασχηματισμού στην εποχή του Μνημονίου, αλλά στη –σε μεγάλο βαθμό, αν και με σημαντικές αποχρώσεις– χειραγωγική χρήση τους, από τα Μέσα Ενημέρωσης. Τα όρια της (προβληματικής) συνεργασίας, ανάμεσα στις εταιρείες δημοσκοπήσεων και τα Μέσα Ενημέρωσης στην Ελλάδα καθορίστηκαν, από τη στενότατη και οργανική σχέση των δύο βασικών πόλων αυτής της τριγωνικής σχέσης, των Μέσων Ενημέρωσης και των πολιτικών κομμάτων.[…]
Στο πλαίσιο της παρούσας ανάλυσης, αυτό που πρέπει να επισημανθεί είναι, ότι η διάκριση προεκλογικών/μη-προεκλογικών δημοσκοπήσεων είναι καθοριστική, για να γίνει κατανοητή η λειτουργία των δημοσκοπήσεων, στα πλαίσια του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου τμήματος του εκάστοτε εκλογικού κύκλου, η ανοικτή κομματικοποίηση των Μέσων Ενημέρωσης –με ελάχιστες εξαιρέσεις– καθιστά, στην πραγματικότητα, σχεδόν αδύνατη τη διατήρηση ερευνητικής ανεξαρτησίας από τα Μέσα, στη δημοσίευση ερευνών πρόθεσης ψήφου. Αυτό συμβαίνει ιδίως κατά τη διάρκεια της μη-προεκλογικής περιόδου, διότι, τότε, καμία αντικειμενική αξιολόγηση, σε σχέση με το πραγματικό εκλογικό αποτέλεσμα, δεν υφίσταται. Μόνο στην προεκλογική περίοδο και βέβαια την ίδια την ημέρα των εκλογών, για λόγους αυτοπροστασίας του κύρους τους και της αξιοπιστίας τους, τα Μέσα Ενημέρωσης υποχρεώνονται να δημοσιεύουν, χωρίς «φίλτρα», αποτελέσματα δημοσκοπήσεων, έστω και εάν αυτά δεν εξυπηρετούν την πολιτική τους τοποθέτηση.
Δυστυχώς, αυτό το σημαντικό «εμπόδιο», δηλαδή το «τεστ πραγματικότητας» που οι εκλογές αποτελούν για τις δημοσκοπήσεις και τις έρευνες εξόδου (exit polls), υφίσταται μόνον στον ένα μήνα που διαρκεί η προεκλογική περίοδος, αλλά όχι στους υπόλοιπους (θεωρητικά 47), μιας κανονικής τετραετούς κυβερνητικής θητείας. Επομένως, στο μεγαλύτερο διάστημα, τα Μέσα Ενημέρωσης, κυρίως τα τηλεοπτικά, και οι δημοσιογράφοι, μπορούν να «παίζουν» πολιτικά με τις δημοσκοπήσεις, να «χτίζουν» εκστρατείες επικοινωνίας, όντας στο απυρόβλητο και χωρίς κανείς να είναι σε θέση να «αποδείξει» ποιος κάνει προπαγάνδα και ποιος όχι. […]
Οι επιπλέον δυσχέρειες της πρόβλεψης στην Ελλάδα
Οι δημοσκοπήσεις αντιμετωπίζουν σήμερα, διεθνώς, σημαντικά μεθοδολογικά προβλήματα, απόρροια κοινωνικών και τεχνολογικών μετασχηματισμών, τα οποία περιορίζουν την προβλεπτική ικανότητά τους.
Ωστόσο, εκτός από το γενικότερο περιβάλλον, που ισχύει σε όλες ανεξαιρέτως τις χώρες της Ευρώπης και στις ΗΠΑ, οι δημοσκοπήσεις στην Ελλάδα και –κατ’ επέκταση– οι προβλέψεις που στηρίζονται σε αυτές, αντιμετωπίζουν επιπρόσθετα προβλήματα, τόσο δομικά, όσο και συγκυριακά. Από τα σημαντικότερα προβλήματα, με μονιμότερο χαρακτήρα, που δυσχεραίνει σημαντικά την προβλεπτική ικανότητα του επιστημονικού εργαλείου είναι η εντελώς ακανόνιστη διάρκεια του εκλογικού κύκλου, που χαρακτηρίζει ιστορικά το ελληνικό πολιτικό σύστημα, ακόμη και στη μεταπολιτευτική περίοδο, παρά τη σχετική σταθεροποίησή του, που παρατηρήθηκε μέχρι το 2007.
Στην ίδια κατηγορία προβλημάτων ανήκει και η διαπιστωμένη ανεπάρκεια των επίσημων στατιστικών πηγών. Είναι χαρακτηριστικό, ότι ακόμα και το πραγματικό ύψος του δυνητικού εκλογικού σώματος (πολίτες άνω των 18 ετών, που διαθέτουν το εκλογικό δικαίωμα και διαμένουν σήμερα στη χώρα) παραμένει άγνωστο μέγεθος, δυσχεραίνοντας αφάνταστα το έργο των ελληνικών εταιρειών ερευνών.
Κρίση εκπροσώπησης και εκλογική ρευστότητα
Υπάρχουν όμως και προβλήματα που δημιουργεί η τρέχουσα πολιτική συγκυρία.
Αυτά προκαλούνται εξαιτίας του ριζικού μετασχηματισμού που υπέστη και συνεχίζει να υφίσταται το ελληνικό κομματικό σύστημα, στην εποχή των Μνημονίων. Μπορεί η παγκόσμια οικονομική κρίση να επηρέασε τα περισσότερα εθνικά κομματικά συστήματα της Ευρώπης, σε ελάχιστες περιπτώσεις, όμως, οι πολιτικές επιπτώσεις της υπήρξαν τόσο βαθιές, όσο στην Ελλάδα. Η κατάρρευση του ιστορικού δικομματισμού το 2012 και η πρωτοφανής και συνεχιζόμενη εκλογική ρευστότητα, συνιστά μια βασική ιδιαιτερότητα του ελληνικού κομματικού συστήματος. Ως αποτέλεσμά της, δημιουργήθηκε μεγάλος αριθμός νέων κομμάτων, ενώ άλλα αναβαθμίστηκαν ή και εξαφανίσθηκαν, κατά τη μνημονιακή περίοδο (Χρυσή Αυγή, Δράση, ΔΗΜΑΡ, ΔΗΣΥ, ΔΗΞΑΝ, ΑΝΕΛ, Κοινωνική Συμφωνία, ΚΙΔΗΣΟ, ΛΑΕ, Ένωση Κεντρώων). Τα περισσότερα από αυτά διεκδίκησαν με αξιώσεις την είσοδό τους στη Βουλή, με αποκορύφωμα τις τελευταίες εκλογές που ο αριθμός τους έφθασε τα 9!
Η μεταβολή του κομματικού συστήματος είναι διαρκής. Στις πρόσφατες εκλογές, του Σεπτεμβρίου 2015, σημειώθηκαν νέες σημαντικές αλλαγές, σε σχέση με τις εκλογές του Ιανουαρίου: Διασπάστηκε το κυβερνών κόμμα (ΣΥΡΙΖΑ) και ιδρύθηκε η ΛΑΕ, η ΔΗΜΑΡ συμπαρατάχθηκε με το ΠΑΣΟΚ, ενώ το ΚΙΔΗΣΟ, ο ΛΑΟΣ και η ΤΕΛΕΙΑ, κόμματα που έλαβαν αθροιστικά 5,3% τον Ιανουάριο, δεν συμμετείχαν στις εκλογές.
Οι πολιτικές εξελίξεις είναι ιδιαίτερα πυκνές. Αποτέλεσμα είναι να μη διατίθεται επαρκής χρόνος, ώστε να καταγραφεί δημοσκοπικά η επίδρασή τους στο εκλογικό σώμα και –το κυριότερο– να αποκρυσταλλωθούν, εμπειρικά, οι νέες τάσεις. Ενδεικτικά αναφέρεται, ότι σε χρονικό διάστημα μόλις 2,5 μηνών, μεσολάβησαν μια σειρά εξαιρετικά σημαντικών γεγονότων.
1) Πριν από όλα ένα έκτακτο κορυφαίο πολιτικό γεγονός, προϊόν απόλυτου πολιτικού και εκλογικού αιφνιδιασμού, το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, που πυροδότησε πρωτοφανή και συμπυκνωμένη χρονικά πολιτική πόλωση.
2) Ακολούθησε η αλλαγή πολιτικής του κυβερνώντος κόμματος, κατά 180ο.
3) Επιπλέον, μεταξύ του δημοψηφίσματος και των εκλογών της 20ής Σεπτεμβρίου, προκλήθηκε αλλαγή ηγεσίας στη ΝΔ (6/7/2015), υπογράφηκε η συμφωνία με τους δανειστές (12/7/2015), ψηφίσθηκε, στο μέσον του καλοκαιριού, το 3ο Μνημόνιο (14/8/2015), παραιτήθηκε η κυβέρνηση Τσίπρα (20/8/2015) και διασπάστηκε ο ΣΥΡΙΖΑ. (Στις 24/8/2015 κατατέθηκε στον Άρειο Πάγο η αίτηση ίδρυσης της ΛΑΕ).
4) Τέλος, η ραγδαία και μοναδική, για τα ελληνικά δεδομένα, αύξηση της αποχής σε βουλευτικές εκλογές, δημιούργησε κρίσιμα ερωτηματικά, τόσο για το μέγεθος, όσο και για τη σύνθεση του εκλογικού σώματος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Κατζουράκης, Γιώργος. 1985. Η Σφυγμομέτρηση. Μύθος της Κοινής Γνώμης και Ιδεολογική Επιβολή. Αθήνα: Καστανιώτης.
Μαυρής, Γιάννης. 1998. «Δημοσκοπήσεις και Πολιτικό Σύστημα στην Ελλάδα.» Στο Το Σύνταγμα, Επιστημονικά Συνέδρια 1, Τα Εικοσάχρονα του Συντάγματος 1975. Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ. Σάκκουλας, 239-65.
Μιχαλοπούλου, Καίτη. 2004. Στην Αυτοκρατορία των Ενδείξεων. Η Ιστορία της Δειγματοληπτικής Πρακτικής στην Ελλάδα. Αθήνα: Παπαζήσης.
Νικολακόπουλος, Ηλίας. 1995. «Οι Πολιτικές Δημοσκοπήσεις στην Ελλάδα: Κριτήρια Αξιολόγησης και Απαιτούμενες Θεσμικές Ρυθμίσεις.» Κοινοβουλευτική Επιθεώρηση 21-2: 28-34.
Champagne, Patrick. 1990. Faire l’opinion. le Nouveau Jeu Politique. Paris: Les éditions de minuit. Ελλ. Η Κατασκευή της Κοινής Γνώμης. Το Νέο Πολιτικό Παιχνίδι. Αθήνα: Πατάκης 2002.
--------------------------------------------
1 Βλέπε αναλυτικότερα, σχετικά με την προϊστορία των ελληνικών δημοσκοπήσεων, το βιβλίο της Καίτης Μιχαλοπούλου Στην Αυτοκρατορία των Ενδείξεων. Η Ιστορία της Δειγματοληπτικής Πρακτικής στην Ελλάδα, ιδίως το τρίτο κεφάλαιο: «Ο αμερικανός φίλος: οι δειγματοληπτικές έρευνες των Συμμαχικών Αποστολών το 1946 (το δείγμα πληθυσμού για την Ελλάδα) και οι δειγματοληπτικές έρευνες του Ιδρύματος Rockefeller το 1948 στην Κρήτη» (Μιχαλοπούλου 2004, 183-298). Επίσης, για το ίδιο θέμα, Νικολακόπουλος 1995 και Μαυρής 1998.
Η σελίδα της public issue
*Ο Γιάννης Μαυρής είναι πολιτικός επιστήμονας Ph.D, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Public Issue.
Ο Γιώργος Συμεωνίδης είναι μαθηματικός M.sc, αναλυτής στατιστικών υποδειγμάτων της Public Issue
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση
Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό
ΑΣΕΠ: Η πιο Εύκολη Πιστοποίηση Αγγλικών για μόρια σε 2 ημέρες (δίνεις από το σπίτι σου με 95 ευρώ)
Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 14/12
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ - ΓΑΛΛΙΚΩΝ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ
2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη