Η Greta Gerwig γράφει και σκηνοθετεί μια σπάνιας ευαισθησίας ιστορία ενηλικίωσης, που περιστρέφεται γύρω από το βαρυτικό κέντρο της σχέσης μητέρας-κόρης, χαρίζοντας δυο αξέχαστους χαρακτήρες.
H Christine που έγινε Lady Bird
Ο τίτλος «Lady Bird» κουβαλάει μέσα του μια ιστορία‧ για την ακρίβεια, μια μετωνυμία της ιστορίας που αφηγείται ολόκληρη η ταινία, καθώς η έφηβη Christine McPherson (Saoirse Ronan) δίνει μια παρατεταμένη μάχη να «μετονομαστεί» από τους πάντες σε Lady Bird, θέλοντας γύρω από το όνομα να αποτυπώσει μια εντελώς διαφορετική ταυτότητα από αυτήν που έχει. Η Christine είναι ένα περίπου-φτωχό κορίτσι από μια περίπου-επαρχιακή γειτονιά του Σακραμέντο, το οποίο μεγαλώνει σε ένα συντηρητικό καθολικό γυμνάσιο χωρίς πολλούς φίλους ή ιδιαίτερες συγκινήσεις. Ο πατέρας της είναι άνεργος και πολεμάει με την κατάθλιψη ενώ η μητέρα της έχει αναλάβει (με διπλοβάρδιες στο νοσοκομείο) την ευθύνη της οικογενειακής επιβίωσης. Η Christine γνωρίζει, και ας μην το παραδέχεται, πως η (κοινωνική) μοίρα της είναι σε ένα βαθμό προδιαγεγραμμένη, κατά παρόμοιο τρόπο με την πνευματική, όπως φροντίζει να της διδάξει η καθολική της εκπαίδευση. Δηλαδή ότι είναι μια φτωχή, συνηθισμένη κοπέλα της αχανούς αμερικανικής επαρχίας, προορισμένη να αναλάβει αρκετές δουλειές που θα την βοηθούν απλώς να τα βγάζει πέρα, εγκλωβισμένη για πάντα στο ίδιο επαρχιακό περιβάλλον. Μακριά από το «κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό» του Αμερικανικού ονείρου, μακριά από την καρδιά του πολιτισμού και των έντονων συγκινήσεων. Με άλλα λόγια, η Christine ανακαλύπτει το κοινωνικό της «ταβάνι», ένα ταβάνι που δεν χωρά σε καμία περίπτωση την δίψα της για ζωή (είτε αυτό εκφράζεται με όρους οικονομικούς είτε κοινωνικούς) και «εφευρίσκει» την Lady Bird. Η Lady Bird, αφοσιωμένη από το όνομά της και στην θηλυκότητα αλλά και στην ελευθερία της πτήσης, είναι η ίδια η Christine αλλά σε ένα διαφορετικό πλαίσιο: Η Lady Bird έχει απεριόριστες δυνατότητες, ανεξερεύνητα χαρίσματα, όνειρα χωρίς ταβάνι και εντελώς διαφορετικές αφηγήσεις ζωής από το ασφυκτικό παρόν της. Η Lady Bird θέλει να σπουδάσει σε κολλέγια της Ανατολικής Ακτής και στη Νέα Υόρκη, όπου χτυπάει η καρδιά του μέλλοντος και της κουλτούρας. Η Lady Bird είναι δηλαδή μια πολύ κυριολεκτική (και στον πυρήνα της ταξική) απελευθέρωση από την προδιαγεγραμμένη αφήγηση για την ζωή της, την οποία η Christine χρεώνει στο όνομά της, στην καταγωγή της, στην οικογένειά της, στην ανεπάρκεια του σχολείου της και στην αφόρητα βαρετή καθημερινότητά της.
Επιβάλλοντας στον περίγυρο αλλά και την οικογένειά της το νέο της όνομα, η Lady Bird επιβάλλει το όραμά της. Η βούλησή της για κολλέγια υψηλού κύρους αντιμετωπίζει άλλοτε την χλεύη και άλλοτε την συγκατάβαση: Έφηβη είναι, κουταμάρες θα ονειρεύεται. Κυρίως όμως έχει να αντιμετωπίσει την σκληρή ειλικρίνεια της μητέρας της Marion (Laurie Metcalf, ένα Όσκαρ που αν δεν δοθεί θα πρόκειται για σκάνδαλο!), η οποία ούτε χαϊδεύει ούτε προσπερνά τους οραματισμούς της κόρης της. Αντίθετα, με τραχιά (στα όρια της σκληρότητας) ηρεμία, η Marion γειώνει ξανά και ξανά την Lady Bird, προσπαθώντας να την «επαναφέρει» στον ρεαλισμό του πραγματικού. Της εξηγεί πως η οικογένειά της δεν αντέχει οικονομικά να την υποστηρίξει για κολλέγια μακριά από το Σακραμέντο και ταυτόχρονα την «προσγειώνει» λέγοντάς της πως, όχι, δεν είμαστε όλοι για μεγάλα πράγματα, και μάλλον δεν είσαι ούτε εσύ.
Αν ούτως ή άλλως η «εφηβεία» και η «μητρότητα» είναι δυο αρχετυπικοί ρόλοι που σηματοδοτούν πολύ έντονες αντιθέσεις (η ανωριμότητα εναντίον της ωρίμανσης με κάθε κόστος, το αλαφροΐσκιωτο εναντίον του πραγματισμού, η άγνοια κινδύνου εναντίον του υπολογισμού κάθε πιθανού ρίσκου κ.ο.κ.), η Gerwig γράφει και σκηνοθετεί με ακρίβεια και χωρίς τον ελάχιστο εξωραϊσμό ή ρομαντισμό δυο ολοκληρωμένους, πανέμορφους ρόλους, εστιάζοντας ισότιμα στα χαρίσματα αλλά και τις αντιφάσεις τους. Άλλωστε, η ίδια η Lady Bird δεν είναι μια στερεοτυπική ιστορία για ένα κορίτσι (συνήθως βέβαια οι ταινίες αυτές αφορούν κάποιο αγόρι…) που είχε πολλά χαρίσματα και πολέμησε με την «άγκυρα» του περιβάλλοντός της. Η Lady Bird δεν «ξεχωρίζει» σε κανένα (τουλάχιστον καλλιτεχνικό) επίπεδο από τον περίγυρό της, πέραν της αντιδραστικότητάς της. Ίσα ίσα που οι διευθύνουσες καλόγριες πολλές φορές την ενθαρρύνουν να δοκιμάσει τον εαυτό της (π.χ. να δοκιμασθεί στην θεατρική ομάδα) ή της την «χαρίζουν» όταν κάνει ανώριμες φάρσες. Δεν είναι δημοφιλής στις κοινωνικές ομάδες που θα ήθελε (τις οικονομικά εύρωστες) και σνομπάρει τις υπόλοιπες. Κατά την διάρκεια της ταινίας, επιχειρώντας να κυνηγήσει την «άλλη αφήγηση» για την ζωή της, θα το παίξει πλούσια και θα αποξενωθεί με το οικείο περιβάλλον της, προδίδοντας ακόμα και την καλύτερή της φίλη. Η Lady Bird δεν είναι παρά η Christine, και ξεκινάει, από πλευράς ταλέντων, από την ίδια αφετηρία με όλους και με όλες που αναζητούν μια καλύτερη θέση στο τρένο της ενήλικης ζωής. Η διαφορά της, που αιτιολογεί και την εστίαση της ταινίας γύρω από το πρόσωπο και όνομά της, είναι στην απαίτηση. Η Lady Bird απαιτεί περισσότερα, επιθυμεί βαθιά και με πάθος για περισσότερα και αυτή η απαίτηση και επιθυμία γίνονται τα καύσιμα που την βοηθούν να μην συμβιβαστεί. Στέλνει στα κολλέγια που ονειρεύεται, αναζητά υποτροφίες, συγκρούεται με την μητέρα της μέχρις εσχάτων. Αυτή η απαίτηση και επιθυμία που τροφοδοτούν το ακατέργαστο ασυμβίβαστο της νεότητάς της την οδηγούν να ξεχωρίσει και στο σχολείο της, απαξιώνοντας μια ομιλήτρια σε μια εκδήλωση για τα «κακά της άμβλωσης», κερδίζοντας μια αποβολή-παράσημο‧ την οποία ωστόσο η μητέρα της απαξιώνει ως προσβολή απέναντι στις θυσίες της.
Μητέρα και κόρη
Κάπου εκεί η ταινία φτάνει στην τρυφερή της ουσία. Σε μια (από τις δεκάδες) αξιομνημόνευτες σκηνές του έργου, η μητέρα Marion ρωτάει αιχμηρά την Lady Bird αν έχει αναλογιστεί «πόσο κοστίζει» στην οικογένεια. Η σκηνή είναι φτιαγμένη στην εντέλεια: Ο καταθλιπτικός πατέρας παίζει πασιέντζα στον υπολογιστή, η Lady Bird στέκεται μαζεμένη στον καναπέ έτοιμη για κατσάδα και η μητέρα είναι δεσπόζουσα στο κέντρο του σαλονιού, φορώντας την στολή της νοσοκόμας, τον ρόλο που υπηρετεί σε διπλές βάρδιες ημερησίως. Η Lady Bird αποφασίζει να αντεπιτεθεί και παίρνει ένα χαρτί και μολύβι, απαιτώντας από την μάνα της να της δώσει ένα νούμερο, έτσι ώστε «όταν πιάσω δουλειά να σας γράψω μια επιταγή». Εκεί, η Marion, χωρίς να «βγει» από την παγερή της ηρεμία, της αντιγυρίζει: «Αμφιβάλλω αν θα βρεις ποτέ τόσο καλή δουλειά».
Κάπως έτσι, ανάμεσα σε διάφορα ανάλογης έντασης επεισόδια ανάμεσα στην κόρη και την μητέρα (η ταινία ξεκινά …αξιομνημονεύτως με την κόρη να πηδάει από το αυτοκίνητο εν κινήσει, έχοντας φτάσει στα ανώτατα όρια της εξαλλοσύνης), αρχίζει και αναδύεται η δεύτερη μεγάλη μάχη που έχει να δώσει η Lady Bird, που αυτή τη φορά δεν έχει να κάνει με την επιβολή του ονόματός της. Λίγο πριν τον χορό αποφοίτησης, μητέρα και κόρη έχουν πάει να διαλέξουν φόρεμα. Ακολουθεί ένας διάλογος που θα μπορούσε να είναι και η κορυφαία στιγμή του έργου, αν δεν υπήρχε το εξόχως συναισθηματικό φινάλε:
H Lady Bird αναρωτιέται, μέσα από την κουκέτα που αλλάζει. «Μαμά, σου αρέσω;». Η μητέρα της απαντά άμεσα. «Φυσικά και σε αγαπάω». Η Lady Bird βγαίνει έξω, ευάλωτη και θλιμμένη. Δεν ρωτούσε για την μητρική της αγάπη. Ρωτούσε για το αν η μητέρα της την αγαπούσε ως αυτό που είναι, πέρα από κόρη της. Της το ξαναθέτει, όπως ακριβώς είναι. Η μητέρα δεν βγαίνει από το ρόλο. Της λέει πως προσπαθεί να την βοηθήσει να γίνει η καλύτερη εκδοχή του εαυτού της. Η έφηβη Lady Bird, με το αίμα που βράζει, έχει μια πραγματική αγωνία: Και αν αυτό, εγώ τώρα, είμαι η καλύτερη εκδοχή του εαυτού μου; Αν αυτό είμαι τελικά;
Με αυτό ακριβώς το ερώτημα να καθοδηγεί τα κίνητρα και τις πράξεις της Lady Bird, περισσότερο και από τις φιλοδοξίες της για μια «ζωή αλλιώτικη», η ανάγκη για αποδοχή επιστρέφει στο πρόσωπο που προσφέρει την απεριόριστη, ανιδιοτελή αγάπη. Είναι αυτό ακριβώς που εμποδίζει την μάνα-σύζυγο-εργαζόμενη-καθημερινή ηρωϊδα Marion να επικοινωνήσει ακόμα βαθύτερα και πιο ουσιαστικά με το παιδί της. Αυτό άλλωστε από το οποίο ξεχειλίζει η Lady Bird (παιδικότητα) είναι αυτό που έχει πλήρως και ανεπίστρεπτα (; ) απωλέσει η Marion: Την παιδικότητα. Και την συνοδευτική αθωότητα.
Η Lady Bird θα καταφέρει να εισαχθεί σε ένα κολλέγιο της Ανατολικής Ακτής, πετυχαίνοντας ταυτόχρονα οικονομική υποστήριξη. Κάνοντας αυτό ωστόσο, θα έρθει σε βαθιά ρήξη με την μητέρα της (άλλωστε, το έχει δρομολογήσει πίσω από την πλάτη της σε συνεργασία με τον πατέρα, που γλυκά και τρυφερά την βοηθάει) και ανάμεσά τους θα επικρατήσει μια τραχιά και ατελείωτη σιωπή.
Μια ταινία στην εφηβεία
Ενθουσιώδης, γεμάτη συναισθηματικές εξάρσεις και υφέσεις, γεμάτη προοπτικές και σε συνεχή εξερεύνηση ταυτότητας: Η ταινία της Gerwig συναντά την συγγραφέα-σκηνοθέτη-ηθοποιό (θυμίζουμε το υπέροχο Frances Ha, μεταξύ άλλων) στην καλλιτεχνική της εφηβεία, λίγο πριν την ωρίμανση. Ξεκινώντας ως ένα-ακόμα-quirky διαμαντάκι του indie αμερικανικού σινεμά, το Lady Bird έχει ακολουθήσει μια θαυμάσια πορεία διακρίσεων και μαζικής αποδοχής του κοινού: Φτάνει σήμερα να είναι υποψήφιο για πολλά Όσκαρ (ταινίας, σεναρίου, σκηνοθεσίας, α’, β’ γυναικείου) έχοντας ξεκινήσει από πολύ χειρότερη θέση (budget, προώθηση) από τους ακριβοθώρητους συνυποψηφίους της. Η συγκυρία και περιρρέουσα ατμόσφαιρα που θέλει τα Όσκαρ να πιέζονται να αναδείξουν γυναίκες δημιουργούς (εν μέρει και λόγω της απουσίας γυναικών στα περσινά βραβεία) μάλλον «αδικεί» την ταινία ως προς τα αίτια των διακρίσεών της. Τo Lady Bird είναι δηλαδή πολύ καλύτερη ταινία από το «αφήγημα» που το συνοδεύει ως «γυναικεία» δημιουργία. Για την ακρίβεια, η σειρά είναι αντίστροφη: Η ειλικρινής και χαρισματική γυναικεία ματιά χαρίζει στην ταινία μια ξεχωριστή θέση σε ένα είδος (ιστορίες ενηλικίωσης) που είναι χιλιοειπωμένο, βαρυφορτωμένο από κλισέ και τετριμμένες πλοκές. Η εξερεύνηση της Gerwig καλύπτει έναν αχαρτογράφητο (συγκριτικά) κόσμο για την μητρική και θυγατρική αγάπη και επικοινωνία, ενώ εξιστορεί παράλληλα μια αυθεντική και πρωτότυπη ιστορία, πετυχαίνοντας με χαρακτηριστική άνεση την συναισθηματική εμπλοκή των θεατών.
Με ανάλογη της εφηβείας βιάση, η Gerwig «κόβει» απότομα τις σκηνές, αφαιρώντας την «καθημερινότητα» από ένα έργο «καθημερινότητας», πηγαίνοντας από επεισόδιο σε επεισόδιο και από διάλογο σε διάλογο, φανερώνοντας σε κάποια σημεία μια αποσπασματικότητα. Πιθανότατα αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι η ταινία της είναι εν μέρει αυτοβιογραφική, οπότε και εν μέρει ένα παιχνίδι μνημονικό, όπου τα αποσπάσματα ανασυντίθενται αναζητώντας μια ενιαία αφήγηση. Πάρα πολλές ιδέες, θέματα και υποπλοκές έρχονται και φεύγουν (σεξ και σεξουαλικότητα, η κοινωνική γεωγραφία του Σακραμέντο, καθολική αγωγή, κατάθλιψη), δημιουργώντας μια αίσθηση ότι θα μπορούσαν να «ξεφυτρώσουν» δυο τρεις διαφορετικές ταινίες από το ίδιο κινηματογραφικό σώμα του Lady Bird. Όμως αυτό το «κολλάζ» σκηνών και θεμάτων και καταστάσεων δεν είναι παρά ένα αποτύπωμα που μοιάζει πολύ με το ακατάσχετο της ίδιας της ζωής, σε ένα σημείο δηλαδή που η δραματουργία τέμνεται με την πραγματικότητα.
Στο φινάλε ωστόσο η ταινία δεν έχει ούτε διδαχές ούτε ρητές διατυπώσεις: Λύνεται με τρόπο εντελώς συναισθηματικό, ερχόμενη δηλαδή σε επικοινωνία με την πεμπτουσία του ίδιου του σινεμά, χαρίζοντας από μια εξαιρετική σκηνή σε κάθε ηρωίδα της: Μια για τον αποχωρισμό, στην μητέρα (εκπληκτική σιωπηλή ερμηνεία της Metcalf), μια για την συμφιλίωση όταν το «εδώ και τώρα» της νέας ζωής της Lady Bird την επιστρέφει, ωριμότερη, στην ταυτότητα της Christine και στην ατελείωτη ευγνωμοσύνη της για την οικογένειά της. Η ταινία κλείνει αφήνοντας στο κοινό την δυνατότητα να την «συνεχίσει» νοητικά, όπως και έκπληκτο για την απίστευτη πυκνότητα μιας όμορφης ιστορίας μέσα σε μόλις 95 κινηματογραφικά λεπτά.
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση
Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό
ΑΣΕΠ: Η πιο Εύκολη Πιστοποίηση Αγγλικών για μόρια σε 2 ημέρες (δίνεις από το σπίτι σου με 95 ευρώ)
Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 14/12
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ - ΓΑΛΛΙΚΩΝ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ
2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη