λέξεις
Ο πλούτος της ελληνικής γλώσσας

Εναργής: 

ΕΠΙΘΕΤΟ 1. ορατός, εμφανής, ευδιάκριτος, χειροπιαστός |φανερός, ευκρινής, ολοκάθαρος |για όνειρα ή οράματα |λαμπρός, ξεχωριστός 2. προφανής, καταφανής, ευνόητος, κατανοητός, ξεκάθαρος 

ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορατά, φανερά, καθαρά, με σαφήνεια

 

Ουσιαστικό (Ενάργεια):

  • η καθαρότητα, η συνοχή στη σκέψη
  • η απόδοση μιας έννοιας ή η περιγραφή μιας κατάστασης με σαφή τρόπο

 

551450-xenes_lexeis-600_205214_m4061o.jpg

- που φαίνεται με ευκρίνεια και διαύγεια - Όλ' αυτά ήρθαν στη μνήμη μου ζωντανά, εναργή, σα να ήσαν μόλις χτεσινά. ( Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος) ≈ συνώνυμα: διαυγής, ευκρινής ≠ αντώνυμα: δυσδιάκριτος

- (μεταφορικά) που μπορεί εύκολα να κατανοηθεί ≈ συνώνυμα: κατανοητός, σαφής ≠ αντώνυμα: ασαφής, δυσνόητος

  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • Από: ἐν + ἀργός > ἐναργής.

 

Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα

Black Friday σε μοριοδοτούμενα σεμινάρια και Πιστοποιήσεις Ξένων Γλωσσών για έξτρα 20 μόρια

Παν.Πατρών: Tο 1ο στην Ελλάδα Πανεπιστημιακό Πιστοποιητικό ΤΕΧΝΗΤΗΣ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗΣ για εκπαιδευτικούς

Πανεπιστήμιο Αιγαίου: Το κορυφαίο πρόγραμμα ειδικής αγωγής στην Ελλάδα - Αιτήσεις έως 24/11

Μοριοδοτούμενο σεμινάριο Ειδικής Αγωγής Πανεπιστημίου Πατρών με μόνο 60 ευρώ 

Google news logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Google News Viber logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Viber

σχετικά άρθρα