Ο Ομέρ μεγαλώνει ο χειμώνας είναι στο τέλος του. Ο παπλωματάς Σελήμ, ο μαστρο-Νουρή και ο Σεΐχης Αβδουρραχμάν πίνουν καφέ στο δωμάτιο πάνω από το μαγαζί του Σελήμ

Ο Σελήμ τον κάλεσε λέγοντάς του: θα σου γνωρίσω ένα σεΐχη με πλατύ μυαλό, που εκφράζεται βαθιά και λεπτά και πιστεύω ότι θα τον καταλάβεις καλύτερα από μένα.

Ο Σελήμ του εξηγεί:

– Πριν δεκαπέντε μέρες στάθηκε απέναντι από το μαγαζί μου, με κοίταξε χωρίς να απλώσει το χέρι: «δώσε για να πάρεις, παιδί μου!» είπε. Του έδωσα ένα δεκαπεντάρι, ήρθε πάλι μετά από τρεις μέρες, «πάρε αυτό που μου έδωσες,» είπε κάτσε να πιεις ένα καφέ» του είπα, «εγώ δεν διαθέτω χώρο για να καθίσεις ούτε έχω καφέ να σου προσφέρω», είπε, αλλά, ούτε κάθισε, ούτε καφέ ήπιε. Μετά από δύο μέρες ήρθε πάλι.

«Άντε, κλείσε το μαγαζί και έλα να σεργιανίσουμε τον κόσμο» είπε. Έκλεισα το μαγαζί και τον ακολούθησα. Περπατήσαμε μέχρι τα τείχη, στην περιοχή Αχίρκαπη. «Nα καθήσουμε είπε».

Καθίσαμε προς την θάλασσα, κοίταξε τον ουρανό, την θάλασσα, τα νερά, εμένα- έλεγε κουβέντες βαθυστόχαστες, δεν κατάλαβα, άκουγα. Πρόσεξε ότι δεν καταλάβαινα, αλλά δεν θύμωσε. Επειδή τον άκουγα. Από τότε η φιλία μας συνεχίστηκε, ήθελα να βρεθεί κάποιος να τον καταλάβει αυτόν τον άνθρωπο, να μην κουράζει άδικα το στόμα του. Τότε μου ήρθες εσύ στο νου Νουρή, του μίλησα για σένα. «Να τον δούμε μια μέρα» είπε. Άντε μάστορα, να σε γνωρίσω στο φίλο μου…

Ο Νουρής ανυπομονούσε να γνωρίσει τον περίεργο σεΐχη και ορίστηκε να συναντηθούν το βράδυ στο δωμάτιο του Σελήμ. Ο Σεΐχης Αβδουρραχμάν ήταν κοντός, με στοχαστικά μάτια και ίσιο μαύρο γένι, φορούσε ένα ρούχο που έμοιαζε με ράσο. Μιλούσε βαριά – βαριά, μια – μια τις λέξεις με ανατολίτικη διάλεκτο, αλλά προσέχοντας τη γραμματική και την σύνταξη.


Ο Αβδουρραχμάν δίπλωσε τα πόδια του πάνω στο κρεβάτι του Σελήμ και κάθεται, κοιτάζει τον μάστορα Νουρή σα να βλέπει στον ύπνο του ένα ξένο πρόσωπο, συνεχίζει να τον κοιτά και λέει:

– Στην ψυχή μας μαζέψαμε όλα τα θρησκευτικά τάγματα, όπως τον μυστικισμό, το ρουφαλικι και μεβλεβί. Είμαστε όλα εμείς είμαστε, παιδί μου, δεν είναι εύκολο να βρεις τον θεό. Είπαν να ζητήσουμε τον θεό σε σένα, σε μένα, στον ουρανό, στη γη, στα πουλιά που πετάνε, στα φίδια που κοιμούνται ζήτησε, παιδί μου, ζήτησε για να βρεις. Γιατί κοίταξε, δεν εμφανίζεται πια πουθενά. Ο Θεός είναι ένας ή ενότητα είναι δικαιοσύνη, δεν έμεινε δικαιοσύνη για να βρεις το θεό. Παρόλες τις ιδέες που αντλούσε από την μόρφωση του Γκιαούρη Τζεμάλ, του μάστορα Νουρή τα λόγια του Σεΐχη Αβδουρραχμάν του φάνηκαν σκοτεινά και μπερδεμένα. Προσπάθησε να καταλάβει αυτό που ήθελε να πει. Πιάστηκε από τις τελευταίες λέξεις της ομιλίας του.

– Λέτε ότι δεν έμεινε δικαιοσύνη, είπε, τί εννοείτε με τον όρο «δικαιοσύνη»; Ο Αβδουρραχμάν, έμεινε αμίλητος και ακίνητος στην ξαφνική ερώτηση του Νουρή.

Μετά σήκωσε το κεφάλι του.

– Γιε μου, είπε, νόμισες πως το μυστικό μας είναι η είσοδος μιας στοάς; την ανοίγουμε σε κάθε περαστικό και του επιτρέπουμε να περάσει χωρίς να ρωτήσουμε τίποτα. Ο μάστορας κατάλαβε ότι για να λύσει την περιέργειά του για όλ’ αυτά χρειάζεται υπομονή. Ο παπλωματάς Σελήμ γέλασε.

–  Είδες μάστορα; Ο Σεΐχης μου μοιάζει με τον δικό σου Τζεμάλ; Είναι δυνατό να στα πει όλα σαν το αηδόνι; οπωσδήποτε, όχι. Εσύ πάλι κατάφερες και ρώτησες μερικά πράγματα. Εγώ που τον ακούω μια βδομάδα, και δεν κατάφερα να ρωτήσω τίποτα;

Ο Αβδουρραχμάν λέει, βαριά – βαριά:

– Ποτέ τον καρπό μην τον κόβεις άγουρο από το κλαδί. Περίμενε να ωριμάσει.

Ο Σελήμ κοιτά τον μάστορα με περιέργεια. Ο Αβδουρραχμάν συνεχίζει.

– Ένα δέντρο άνθισε στο χώμα του θεού. Από κάθε κλαδί του κρέμεται και από ένα διαφορετικό φρούτο. Ποιανού είναι το δέντρο αυτό; Ποιος θα μαζέψει τους καρπός του; εσύ; εγώ; θα είναι δίκαιο να μαζεύεις εσύ και να κοιτάω εγώ; ή να μαζεύω εγώ και να κοιτάζεις εσύ; απάντησέ μου, γιε μου!

Σε οποιανού κήπο είναι φυτεμένο, σε κείνον ανήκει, λέει ο Σελήμ. Ο Σεΐχης γυρίζει αργά – αργά προς τον Νουρή και ρωτά:

– Εσύ, τί λες, γιε μου;

Ο μάστορας απαντά ήρεμα:

– Εσείς λέτε ότι το δέντρο φύτρωσε στο χώμα του θεού και όχι στον κήπο κάποιου. Επομένως, οι καρποί δεν είναι ούτε δικοί σας, ούτε δικοί μου, είναι του Θεού.

– Ποιός είναι ο Θεός; Ο Θεός δεν φανερώνεται σε σένα,  ή σε μένα; ποιός είναι ο δικός σου ο κήπος; και αυτός ανήκει στο θεό. Ο θεός είναι ένας, δεν πρέπει να είμαστε ένα εσύ κι εγώ?

Ο Σελήμ έφερε αντίρρηση.

–  Και πως γίνεται, πατέρα μου; πως είναι δυνατό να γίνουμε ένα εγώ και ο μάστορας Νουρή; ή ο μάστορας Νουρή, με τον παπουτσή Καραμπέτ; επειδή όλοι οι κήποι είναι του θεού, όλα τα παιδιά του μαχαλά να μπουν και να κόβουν τα κεράσια;

Ο Σεΐχης πήρε μια βαθιά ανάσα. Έπιασε αργά – αργά με τα δάκτυλά του τα γένια του, κοιτώντας και τους δύο, ψιθύρισε σαν τους άγνωστους συγγραφείς που επικρίνουν το άγνωστο: όποιος δεν πετυχαίνει την ενότητα, τη γεύση της ενότητας, και αν ακόμα πάει στον παράδεισο, δεν πρόκειται να δει το Θεό…

Έξω, η βραδιά είναι ήσυχη. Οι δρόμοι άδειοι. Μόνον ο νυχτοφύλακας είναι έξω που κάνει βόλτες μπροστά από τα κλειδωμένα μαγαζιά.

Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα

Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 29 Απριλίου

Μοριοδοτούμενο σεμινάριο Ειδικής Αγωγής (ΕΛΜΕΠΑ) με μόνο 50Є εγγραφή- αιτήσεις ως 29/4

2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη

Proficiency και Lower μόνο 95 ευρώ σε 2 μόνο ημέρες στα χέρια σας (ΧΩΡΙΣ προφορικά, ΧΩΡΙΣ έκθεση!)

ΕΥΚΟΛΕΣ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ και ΙΤΑΛΙΚΩΝ για εκπαιδευτικούς - Πάρτε τις άμεσα

Ακολουθήστε το Alfavita στo Google News Ακολουθήστε το Alfavita στo Viber