Survivor, trash Tv και άλλα δαιμόνια: Ας δούμε τι έχει πει ο κινηματογράφος
Reality TV και κινηματογράφος

Reality Shows

Κανείς μάλλον δεν περίμενε την μαζική απήχηση του Survivor, που φτάνει σήμερα να αποτελεί ένα τηλεοπτικό φαινόμενο χωρίς πρόσφατο προηγούμενο. Πόσο μάλλον όταν ακόμα και το κανάλι παραγωγής του αναγκάστηκε να οργανώσει το show ως συμπληρωματικό πακέτο για τα δικαιώματα του The Voice, που επίσης μονοπώλησε το ενδιαφέρον των τηλεθεατών. Σε μια εποχή που η ελληνική τηλεόραση βρίσκεται ούτως ή άλλως σε παραγωγική ένδεια, και που η συζήτηση για το περιεχόμενο περιορίζεται στο ιδιοκτησιακό καθεστώς και στις πολλές διαδρομές της εκάστοτε διαπλοκής, ένα reality επιστρέφει από το παρελθόν και γίνεται το κυρίαρχο θέμα συζήτησης.

Υπάρχει μια μεγάλη διαφορά όμως σε σχέση με τα παλαιότερα hit, όπως τα Big Brother, Bar και Survivor της τηλεόρασης προ δυο δεκαετιών. Αφενός το reality ως παγκόσμια τάση έχει υποχωρήσει σε σχέση με πιο ποιοτικό περιεχόμενο που έφερε η άνοδος της συνδρομητικής τηλεόρασης, αφετέρου η εκτεταμένη χρήση των social media έχει οδηγήσει στην ευρεία διάχυση του φαινομένου όχι μόνο ως θέαμα (δηλαδή τι έγινε στο τάδε αγώνισμα) αλλά κυρίως ως σχολιασμό. Ο «λόγος» που παράγεται για το Survivor ανανεώνει συνεχώς και το κοινό του. Μια προσεκτική ματιά όμως στο λόγο αυτό θα αναδείξει πολλές παθογένειες: Ο αριβισμός, ο σεξισμός, ο κοινωνικός κανιβαλισμός δίνουν και παίρνουν μέσα από την παραγωγή χιουμοριστικών ανταποκρίσεων, memes, αναλύσεων για τα τεκταινόμενα του παιχνιδιού. Το παιχνίδι κάποτε θα κλείσει τον κύκλο του, και πιθανώς να ανανεώσει κάπως το εξασθενημένο ενδιαφέρον των καναλιών για ακριβές παραγωγές reality. Είναι ερώτημα όμως τι θα αφήσει ως απόηχο ο παραγόμενος λόγος του στη μαζική κουλτούρα. Μπορεί και τίποτα, ως μια άλλη εποχιακή μόδα. Αρθρώνεται φυσικά και αντίρροπος λόγος, όπως για παράδειγμα η πρόσφατη ανακοίνωση της Γ’ ΕΛΜΕ Θεσσαλονίκης αλλά και άλλων φορέων. Φυσικά, δεν αναμένεται να ανακόψει την επέλαση του show στους τηλεοπτικούς δέκτες, και φυσικά δεν είναι αυτό το ζητούμενο.

survivor

Το reality show δεν είναι ιδιαίτερα παλιό: Αποτελεί «παιδί» μιας αντεπίθεσης της τότε βαλτωμένης τηλεόρασης, και κυριάρχησε τη δεκαετία του ’90 έως και τις αρχές του ’00. Τα περίφημα «15 λεπτά διασημότητας» του Andy Warhol απέκτησαν την ακριβή εφαρμογή τους, καθώς η φιλοσοφία των show βασίστηκε πάνω στην δημόσια προβολή του ιδιωτικού. Οι παίχτες ήταν «κανονικοί άνθρωποι» της διπλανής πόρτας και όχι ακριβοπληρωμένοι αστέρες και το «δράμα» είχε πάντα την επίφαση ενός ρεαλισμού: Ίντριγκες, πάθη, ζήλιες, πισώπλατα μαχαιρώματα, αποτελούσαν πάντα το «αλατοπίπερο» για κρατήσουν τους τηλεθεατές και να μεγιστοποιήσουν την ηδονοβλεπτική αίσθηση της «κλειδαρότρυπας».

Τα show περάσανε διάφορα στάδια: Από τον εγκλεισμό ανθρώπων σε ένα σπίτι φτάσανε σε υπερπαραγωγές «επιβίωσης» σε εξωτικούς προορισμούς, σε  πολυτελή talent show που ανέδειξαν καλλιτέχνες και τροφοδότησαν την μουσική βιομηχανία και φτάσανε να αποτελούν μια μόνιμη κλειδαρότρυπα σε ζωές δημόσιων προσώπων: Το Keeping up with the Kardashians είναι ένα χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα σύμφυσης του δημόσιου και ιδιωτικού μέσα από την τηλεόραση.

Το Survivor του 2017 βέβαια λίγη σχέση έχει με την μόδα. Για την ακρίβεια, ίσως αυτά τα show είναι ήδη εκτός μόδας: Χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα ένα ανάλογο show στα βόρεια Highlands το οποίο σταμάτησε να προβάλλεται (λόγω χαμηλής τηλεθέασης) αλλά με τους παίκτες να παραμένουν εκεί και να «επιβιώνουν» για περίπου ένα χρόνο!  Πιθανώς το ελληνικό Survivor (ή Σουρβάιβο) να σχετίζεται περισσότερο με την οικιακή απομόνωση και δυσφορία της εποχής, κυρίαρχα στην νεολαία, με εμφανέστατους συμβολισμούς (επιβίωση). Επιπλέον, έρχεται σε μια ελληνική τηλεόραση χωρίς λεφτά (ή δημιουργική ενέργεια) για ποιοτικό περιεχόμενο, που μονοπωλείται από μικρο-reality μαγειρικής και τις πολλές μορφές του info-tainment για την πολιτική και οικονομική επικαιρότητα.

Ταινίες που έσκαψαν βαθιά στο θέμα του reality

Φυσικά, το φαινόμενο των reality δεν άφησε ασυγκίνητη την μαζική κουλτούρα και στις άλλες μορφές της. Δεν είναι λίγες οι ταινίες που είτε προσπάθησαν να «πλησιάσουν» το κοινό των reality φτιάχνοντας ιστορίες για reality show (συνήθως από την σκοπιά των παραγωγών, σκηνοθετών κλπ) αλλά υπάρχουν και αρκετοί δημιουργοί που επέλεξαν να σκάψουν βαθύτερα και να αρθρώσουν μια κάποια κριτική.

Άλλωστε, η ιδιαίτερη σχέση τηλεόρασης, κλειδαρότρυπας και ζωής προβληματοποιούνταν και πριν την επέλαση των reality. Η ταινία «το Δίκτυο» (The Network, 1976) του Sydney Lumet είναι μια εύστοχη σάτιρα στην οποία ένας παρουσιαστής θα χτυπήσει την υψηλότερη τηλεθέαση όταν θα ανακοινώσει στον αέρα την πρόθεση του να αυτοκτονήσει, και η «λύση» που δίνουν οι παραγωγοί είναι ανατριχιαστικά προφητική. Αναλόγως αιχμηρό στην τηλεόραση που θα ερχόταν να κυριαρχήσει μια δεκαετία μετά ήταν το Videodrome (1983) του David Cronenberg, μέσα από την γνωστή του body-horror αισθητική και τα σάρκινα media που καταβροχθίζουν το κοινό τους.  

Ο κατάλογος θα μπορούσε να διανθιστεί με πολλές ακόμα ταινίες που προβληματοποίησαν την σχέση media, φήμης και δέκτη (ενδεικτικά: Α face in the crowd, του Ηλία Καζάν (1957), the King of Comedy, του Martin Scorsese (1983), Real Life, του Albert Brooks (1986) και πολλές ακόμα). Η επέλαση όμως των reality από τις αρχές του ’90 και μετά οδήγησε στην παραγωγή μιας πλούσιας κινηματογραφικής κριτικής. Το εύρος και τα θέματα των ταινιών μπορούν να αποτελέσουν συμπληρωματικό υλικό για οποιαδήποτε συζήτηση σχετικά με το Survivor αλλά και κάθε reality.

Γεννημένοι Δολοφόνοι (Natural Born Killers) του Oliver Stone, 1994. Σε σενάριο του Quentin Tarantino (που λίγο πριν θα γίνει γνωστός μέσω του Reservoir Dogs) η ταινία θα δεχτεί αρκετή κριτική για τον κυνισμό της, την καλλιτεχνική εκμετάλλευση της βίας και πολλά ακόμα. Πράγματι, μια βίαιη και σκληρή ταινία, οι Γεννημένοι Δολοφόνοι είναι το χρονικό ενός ζευγαριού serial killers το οποίο η κοινωνία παρακολουθεί ηδονικά σχεδόν μέσα από τα μαζικά media. Παράλληλος πρωταγωνιστής είναι ο τηλεοπτικός παραγωγός Robert Downey Jr. που ευφυώς σκέφτεται να μετατρέψει την δολοφονική επέλαση του ζευγαριού ως reality show, ενώ μεγάλο μέρος της ταινίας «αντιγράφει» κριτικά την τηλεοπτική αισθητική.

The Truman Show, του Peter Weir, 1998. Μια καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία που επανασύστησε τον κωμικό Jim Carey σε δραματικό ρόλο. Η αλληγορία της «Σπηλιάς του Πλάτωνα» μέσα από το εύρημα του πιο ακριβού και μαζικού reality show όλων των εποχών είναι ίσως η πιο ολοκληρωμένη κριτική γύρω από το θέμα. Εξαιρετικά απλή ως προς την δομή και ως προς την λύση της, αλλά βαθιά επιδραστική στα ερωτήματά της. Στην ταινία, ο Jim Carey δεν είναι ένας ακόμα καθημερινός άνθρωπος που συμμετέχει σε ένα reality- είναι ένας άνθρωπος που γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα reality, ο παραγωγός του οποίου είναι ο μόνος Θεός του κόσμου του.

Pleasantville, του Gary Ross, 1998. Περίπου στο ίδιο μοτίβο, δυο έφηβοι μεταφέρονται σε μια σαπουνόπερα του 1950 και με αφορμή αυτό ο σκηνοθέτης στήνει μια έξυπνη σάτιρα για την πρόοδο και τον βαθύ συντηρητισμό της κοινωνίας όπως απεικονίζεται στα reality.

Battle Royale, του Kinji Fukasaku, 2000. Πιθανότατα η πιο σκληρή ταινία της λίστας, που ενώνει την Ρωμαϊκή Αρένα με το kill-or-be-killed της reality νοοτροπίας, χρησιμοποιώντας για πρωταγωνιστές εφήβους.

The Hunger Games, του Gary Ross, 2012. Η σειρά ταινιών που γνώρισε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία και έκανε διάσημη την Jennifer Lawrence, χρωστάει πολλά και στο Battle Royale αλλά και στην σκηνοθετική ματιά του Gary Ross (που είχε σκηνοθετήσει το Pleasantville). Ξανά, με όχημα τους αγώνες επιβίωσης για την ψυχαγωγία μιας δυστοπικής κοινωνίας, η ταινία δρομολογεί την αναίρεση των κανόνων του παιχνιδιού, όχι μόνο για το παιχνίδι το ίδιο αλλά και συστήνοντας μια ηρωίδα ως κεντρική φιγούρα (σε έναν ούτως ή άλλως, ανδροκρατούμενο κινηματογράφο σε ότι αφορά στους κεντρικούς ήρωες).

Ιδιαίτερες όψεις κριτικής εμφανίζονται στο «στημένο» χαρακτήρα πολλών show, όπως στο Quiz Show (1994), του Robert Redford, ενώ ο Gus Van Sant σκηνοθέτησε μια από τις καλύτερες ερμηνείες της Nicole Kidman στο To Die For (1995), όπου η δίψα για φήμη, ο χειρισμός των media και ο αριβισμός ενώθηκαν σε ένα ευφυές ψευδοντοκιμαντέρ το οποίο όρισε σε μεγάλο βαθμό τον άκρατο ναρκισσισμό που χαρακτήρισε τα τελευταία είκοσι χρόνια και συγκρούστηκε με την παγκόσμια οικονομική κρίση. Τέλος, με πρόσχημα ένα reality που δεν τοποθετείται στο μέλλον αλλά στο εδώ και τώρα, το Series 7: The Contenders (2001) του Daniel Minahan περιγράφει τον αγώνα επιβίωσης έξι ανθρώπων που επιλέγονται τυχαία, αποκτούν όπλα, και πρέπει να αλληλοσκοτωθούν ενώ η κάμερα τους παρακολουθεί συνεχώς.

Reality vs Reality

Οι πολλές όψεις της μαζικής κουλτούρας συμπλέκονται και αλληλοεπιδρούν με το χωροχρόνο του κοινού τους και αποτελούν αντικείμενα μελλοντικών αναλύσεων: Σε μια πιθανή έκθεση GR’10 μετά από τριάντα χρόνια, ίσως σε ένα περίπτερο να βρίσκεται μια φωτογραφία του Σπαλιάρα ή πιο αφαιρετικά, ένα πιάτο μουσακά πάνω σε άμμο θάλασσας. Το κυρίαρχο κομμάτι του κοινού του Survivor, 15-35, βρίσκεται με διαφορετικό τρόπο σε survivor mode ούτως ή άλλως, περνώντας διάφορα ευφάνταστα διαγωνίσματα (κυριολεκτικά και μεταφορικά) για να βρει μια αξιοπρεπή θέση στον ήλιο.

Το «τι είναι και τι θέλει το Survivor» είναι ένα δευτερεύον ερώτημα. Η ποιότητα και το περιεχόμενο της ελληνικής TV από την άλλη, παραμένει πιο σημαντικό. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛΛ επιχείρησε να ανακατέψει την τράπουλα στους συσχετισμούς της διαπλοκής, έδωσε ξανά την ΕΡΤ στον αέρα, αλλά η συζήτηση για το περιεχόμενο και το τηλεοπτικό προϊόν υποχωρεί συστηματικά μπροστά στην μάχη (για το πολιτικό στίγμα) της ενημέρωσης. Η λεγόμενη και trash-tv δεν είναι μια αντικειμενική συνθήκη που χαρακτηρίζει το μέσο: Αντίθετα, είναι μια συνθήκη που δείχνει πως σειρά δημιουργικών τάσεων και νέων καλλιτεχνών δεν βρίσκει το βήμα για να εκφραστεί- οι ίδιες ηλικιακές ομάδες που βλέπουν και σχολιάζουν το Survivor μια χαρά παρακολουθούν και τις αναβαθμισμένες ποιοτικά ξένες σειρές και μια χαρά «δραπετεύουν» από την επέλαση της τηλεοπτικής trash ενημέρωσης μέσω των social media. Όλα αυτά, την στιγμή που σε άλλες ηλικιακές ομάδες η επέλαση του «τούρκικου» αποτελεί συνέχεια του «μεξικάνικου», που δεν ήταν παρά συνέχεια του αμιγώς «ελληνικού» των 90’s, ενώ η αισθητική της «πρωινής ζώνης» συνεχίζει με ανάλογες ιδιομορφίες εδώ και πολλά χρόνια.

Μήπως λοιπόν η υπόθεση «ελληνική TV» χρειάζεται μια βαθύτερη προσέγγιση; 

*Συναντήστε τον Πάνο Τσερόλα στις 31 Μαρτίου στο βιβλιοπωλείο ΕΠΙΚΕΝΤΡΟΝ όπου παρουσιάζεται το τελευταίο του βιβλίο "Η συνωμοσία της βανίλιας". Περισσότερα εδώ

Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα

Σχολεία: Αλλάζουν οι ώρες αποχώρησης των μαθητών

Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με μόνο 65Є εγγραφή - έως 24 Απριλίου

Μοριοδοτούμενο σεμινάριο Ειδικής Αγωγής (ΕΛΜΕΠΑ) με μόνο 50Є εγγραφή- αιτήσεις ως 24/4

2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη

Proficiency και Lower μόνο 95 ευρώ σε 2 μόνο ημέρες στα χέρια σας (ΧΩΡΙΣ προφορικά, ΧΩΡΙΣ έκθεση!)

ΕΥΚΟΛΕΣ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ και ΙΤΑΛΙΚΩΝ για εκπαιδευτικούς - Πάρτε τις άμεσα

Google news logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Google News Viber logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Viber

σχετικά άρθρα