Thumbnail
Ο εθνικός μας ποιητής

Σαν σήμερα γεννήθηκε ο Διονύσιος Σολωμός (1798-1857) - Ὁ ἐθνικὸς ποιητὴς τῆς Ἑλλάδος

Μήγαρις ἔχω ἄλλο στὸ μυαλό μου, πάρεξ ἐλευθερία καὶ γλῶσσα.

Αν και δεν πολέμησε ποτέ με όπλα, ο Σολωμός πολέμησε με την πένα του για να είναι αυτή η γωνιά του πλανήτη ελεύθερη από το δεσποτισμό

Κεντρικὸ πρόσωπο τῆς Ἑπτανησιακῆς σχολῆς, ὁ Διονύσιος Σολωμὸς ὁρίστηκε ἐθνικὸς ποιητὴς τῆς Ἑλλάδας ὄχι μόνον γιατί ἔγραψε τὸν Ἐθνικὸ Ὕμνο, ἀλλὰ καὶ γιατί ἐπηρέασε σὲ μεγάλο βαθμὸ τὸν νεοελληνικὸ ποιητικὸ λόγο. Συνοπτικὰ οἱ σταθμοὶ τῆς ζωῆς τοῦ ἔχουν ὡς ἑξῆς:

Γεννήθηκε στὴ Ζάκυνθο τὸ 1798, ἐξώγαμο τέκνο τοῦ κόντε Νικόλαου Σολωμοῦ καὶ τῆς Ἀγγελικῆς Νίκλη. Ἔμεινε ὀρφανὸς σὲ νεαρὴ ἡλικία, ἀλλὰ τὰ ἄφθονα οἰκονομικὰ μέσα τοῦ ἐπέτρεψαν νὰ συνεχίσει τὶς σπουδές του. Σὲ ἡλικία δέκα χρονῶν, συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν οἰκοδιδάσκαλό του καθολικὸ ἀββᾶ Σάντο Ρόσι, πῆγε στὴ Βενετία (λύκειο), Κρεμόνα (λύκεια) καὶ τὴν Παβία τῆς Ἰταλίας (Νομικὴ Σχολή).

Από νωρίς αντιλήφθηκε πως η αγάπη του ήταν η ποίηση, ενώ έγραφε καθ'όλη την διάρκεια των σπουδών του. Την περίοδο εκείνη έρχεται σε επαφή με διαπρεπείς φιλοσόφους, φιλολόγους και αξιόλογους εκπροσώπους της λογοτεχνικής κίνησης της εποχής.

Δεδομένων τῶν φιλολογικῶν ἐνδιαφερόντων του, ἡ ἄνθηση τῆς ἰταλικῆς φιλολογίας δὲν τὸν ἄφησε ἀνεπηρέαστο. Καθὼς μάλιστα μιλοῦσε πλέον θαυμάσια τὴν ἰταλικὴ γλώσσα, τὰ ποιήματα τοῦ τὰ ἔγραφε ἰταλικά. Ἐξάλλου γνωρίστηκε μὲ γνωστὰ ὀνόματα τῆς πνευματικῆς Ἰταλίας (πιθανῶς Μαντσόνι, Μόντι κ.ἄ.), μπῆκε στοὺς φιλολογικοὺς κύκλους τους καὶ τελειοποιούμενος στὶς ποιητικὲς κατακτήσεις του, ἐξελισσόταν σ᾿ ἕναν καλὸ ποιητὴ τῆς ἰταλικῆς γλώσσας.

Τὸ 1818 χρειάστηκε νὰ γυρίσει στὴ Ζάκυνθο, ἀλλὰ τὰ δέκα χρόνια ποὺ ἔζησε στὴν Ἰταλία βέβαια τὸν ἐπηρέασαν ἀρκετὰ ὥστε συνέχισε νὰ γράφει στὴν Ἰταλική. Ἄρχισε τότε νὰ διαβάζει Χριστόπουλο, νὰ μελετάει τὰ δημοτικὰ τραγούδια, νὰ παρακολουθεῖ ὅλη τὴν πρὶν ἀπ᾿ αὐτὸν ποιητικὴ παραγωγὴ (προσολωμική), ὥσπου νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ γράψει ἑλληνικὰ ποιήματα.

Τὸ 1828 μετὰ ἀπὸ προστριβὲς καὶ οἰκονομικὲς διαφορὲς μὲ τὸν ἀδελφό του Δημήτριο, ὁ Σολωμὸς πηγαίνει στὴν Κέρκυρα, σημαντικὸ πνευματικὸ κέντρο τῆς ἐποχῆς, καὶ ζεῖ ἐκεῖ στὸ ἐπίκεντρο ἑνὸς κύκλου θαυμαστῶν καὶ ποιητῶν, ἑνὸς πυρήνα ἀπὸ πνευματικοὺς ἀνθρώπους μὲ μεγάλη μόρφωση, μὲ προοδευτικὲς καὶ φιλελεύθερες ἰδέες, μὲ αἰσθητικὴ κατάρτιση, μὲ αὐστηρὲς ἀξιώσεις ἀπὸ τὴν τέχνη καὶ μὲ φιλοδοξίες γιὰ μίαν ἀναγέννηση τῆς Νεοελληνικῆς Γραμματείας. Εἶναι ὁ κύκλος ποὺ δημιούργησε τὴν Ἑπτανησιακὴ Σχολή, μὲ καθοδηγητὴ καὶ σύμβουλο τὸν Σολωμό. Ἀπὸ τὸν κύκλο αὐτὸν ἀρχίζει ἡ ποιητικὴ ἄνοδος τῆς ἑλληνικῆς ποίησης, πολλὲς δεκαετίες πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, ὅπου ὁ Παλαμᾶς ἐπιχείρησε μία δεύτερη ποιητικὴ ἀναγέννηση.

Τὴν περίοδο 1833-1838, παρόλο ποὺ οἱ σχέσεις μὲ τὸν ἀδελφό του εἶχαν ἀποκατασταθεῖ, ἡ ζωή του συνταράχθηκε ἀπὸ μία σειρὰ δίκες, στὶς ὁποῖες ὁ ἑτεροθαλὴς ἀδελφός του Μανόλης Λεονταράκης ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς μητέρας του διεκδικοῦσε τμῆμα τῆς πατρικῆς περιουσίας. Παρόλο ποὺ ἡ κατάληξη τῆς περιπέτειας ἦταν εὐνοϊκὴ γιὰ αὐτὸν καὶ τὸν ἀδελφό του, ἡ δικαστικὴ διαμάχη ὁδήγησε σὲ ἀποξένωση τοῦ Σολωμοῦ ἀπὸ τὴ μητέρα του καὶ στὴν ἀπόσυρσή του ἀπὸ τὴ δημοσιότητα.

Ὁ Σολωμὸς στὸ διάστημα 1847-51 ἐπιχείρησε νὰ ξαναγράψει ἰταλικὰ ποιήματα. Ὡστόσο, τὰ προβλήματα ὑγείας ποὺ ἀντιμετώπιζε ἦταν σοβαρά, μετὰ ἀπὸ ἀλλεπάλληλες ἐγκεφαλικὲς συμφορήσεις. Ἦταν τόσο γενικὴ καὶ στέρεη ἡ φήμη του, ὥστε ὅταν μαθεύτηκε ὁ θάνατός του (21 Νοεμβρίου 1857) ὅλος ὁ λαὸς πένθησε. Τὸ θέατρο τῆς Κέρκυρας ἔκλεισε, ἡ Ἰόνια Βουλὴ σταμάτησε τὶς ἐργασίες της καὶ ἀποφάσισε νὰ γίνει δημόσιο τὸ πένθος γιὰ τὸν ποιητή. Τὰ ὀστᾶ του μεταφέρθηκαν στὴ Ζάκυνθο τὸ 1865. Ἰδιότροπος καὶ μονήρης ἄνθρωπος, μὲ ἀνίκητη ἕξη γιὰ τὸ ἀλκοόλ, ὁ Σολωμὸς ποτὲ δὲν παντρεύτηκε.

Ἡ παράδοση τοῦ σολωμικοῦ ἔργου

Ζῶν ὁ ποιητὴς δημοσίευσε μόνον ἕνα μικρὸ μέρος τοῦ ἔργου του. Ἡ ποιητικὴ φήμη του ὀφειλόταν κυρίως στὸ νεανικό του ἔργο «Ὁ Ὕμνος πρὸς τὴν Ἐλευθερίαν». Τὰ περισσότερα καὶ καλύτερα ποιήματά του, ἰδίως ἐκεῖνα ποὺ ἀνήκουν στὸ ὥριμο ἔργο του ἔμειναν ἀνέκδοτα, ἀνολοκλήρωτα καὶ ἀκατάστατα γραμμένα στὰ αὐτόγραφα τετράδια του ἢ σὲ σκόρπια φύλλα.

Δυὸ χρόνια μετὰ τὸ θάνατό του, τὸ 1859, κυκλοφόρησε τὸ Διονυσίου Σολωμοῦ, Τὰ εὑρισκόμενα, μὲ πρόλογο τοῦ Ἰακώβου Πολυλᾶ, ἑνὸς ἀπὸ τοὺς ὀξυνούστερους παράγοντες τοῦ φιλολογικοῦ του κύκλου, ποὺ ἔμεινε πλέον καὶ ὁ καθοδηγητὴς τῶν σολωμικῶν ποιητῶν. Ἐργαζόμενος μὲ μεθοδικότητα ὁ Πολυλᾶς κατόρθωσε νὰ ἀποκαταστήσει καὶ ὡς ἕνα σημεῖο νὰ ἀνασυνθέσει τὸ ἑλληνικὸ κείμενο τῶν σολωμικῶν ποιημάτων.

Στὸν Λίνο Πολίτη ὀφείλεται ἡ τρίτομη ἔκδοση τῶν Ἁπάντων του Σολωμοῦ (1948) καὶ ἡ δίτομη διπλωματικὴ ἔκδοση τῶν Αὐτόγραφων ἔργων, (1964) ποὺ παρουσίασε σὲ τυπογραφικὴ μεταγραφὴ καὶ φωτοτυπικὴ μορφὴ τὰ σολωμικὰ τετράδια. Ὅπως εἶναι φυσικὸ ἡ παρουσίαση τῶν σολωμικῶν τετραδίων ἔδωσε μία νέα ὤθηση στὴ σολωμικὴ ἔρευνα καὶ ἔθεσε βάσεις γιὰ τὴν ἐπίλυση τοῦ ἐκδοτικοῦ προβλήματος. Ἡ τέταρτη καὶ πλέον πρόσφατη «Ποιήματα καὶ πεζά» ἀπὸ τὸν Στυλιανὸ Ἀλεξίου (1994) ἀναθεώρησε ἀρκετὰ τὶς ἐκδόσεις Πολυλᾶ καὶ Πολίτη, καθὼς ἔθεσε ὡς στόχο της τὴν ἑνιαία παρουσίαση τῶν ὁλοκληρωμένων ἔργων καὶ τῶν πληρέστερων ἀποσπασμάτων τοῦ Σολωμοῦ.

1.

Αγνώστου ποιήματος απόσπασμα [Carmen Seculare] |

 

(από τα Ποιήματα, Ίκαρος 1948) 

2.

Για το θάνατο της Aιμιλίας Pοδόσταμο

 

(από τα Ποιήματα και Πεζά, Στιγμή 1994) 

3.

H Γυναίκα της Zάκυθος |

 

(από το «H Γυναίκα της Zάκυθος. Mία νέα ανάγνωση της πρώτης μορφής παρουσιασμένη από τον Γ. Π. Σαββίδη», Περίπλους, Γ΄ 10, Άνοιξη-Kαλοκαίρι 1986) 

4.

H Eυρυκόμη

 

(από τα Ποιήματα, Ίκαρος 1961) 

5.

Η Φαρμακωμένη |

 

(από τα Ποιήματα, Ίκαρος 1961) 

6.

O θάνατος του βοσκού

 

(από τα Ποιήματα, Ίκαρος 1961) 

7.

O Kρητικός

 

(από τα Ποιήματα, Ίκαρος 1961) 

8.

Ο Λάμπρος. H Ημέρα της Λαμπρής 1.

 

(από τα Ποιήματα και Πεζά, Στιγμή 1994) 

9.

Ο Πόρφυρας

 

(από τα Ποιήματα και Πεζά, Στιγμή 1994) 

10.

Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν |   |

 

(από τα Ποιήματα, Ίκαρος 1948) 

11.

Oι Eλεύθεροι Πολιορκημένοι. Aπό το Γ΄ Σχεδίασμα

 

(από τα Ποιήματα και Πεζά, Στιγμή 1994) 

12.

Oι Eλεύθεροι Πολιορκημένοι. Σχεδίασμα A΄

 

(από τα Ποιήματα, Ίκαρος 1961) 

13.

Oι Eλεύθεροι Πολιορκημένοι. Σχεδίασμα B΄

 

(από τα Ποιήματα, Ίκαρος 1961) 

14.

Oι Eλεύθεροι Πολιορκημένοι. Σχεδίασμα Γ΄

 

(από τα Ποιήματα, Ίκαρος 1961) 

15.

Πειρασμός |

 

(από τα Ποιήματα, Ίκαρος 1948) 

16.

[Tο Kολύμπι]

 

(από τα Ποιήματα, Ίκαρος 1961) 

17.

Tο όνειρο της Mαρίας |

 

(από τα Ποιήματα, Ίκαρος 1948)

Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη 

τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή, 

σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψη, 

ποῦ μὲ βία μετράει τὴ γῆ.

Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη 

τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά, 

καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη, 

χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!

Ἐκεῖ μέσα ἐκατοικοῦσες 

πικραμένη, ἐντροπαλή, 

κι ἕνα στόμα ἀκαρτεροῦσες, 

«ἔλα πάλι», νὰ σοῦ πῇ.

Ἄργειε νά ῾λθη ἐκείνη ἡ μέρα 

κι ἦταν ὅλα σιωπηλά, 

γιατὶ τά ῾σκιαζε ἡ φοβέρα 

καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά.

Δυστυχής! Παρηγορία 

μόνη σου ἔμεινε νὰ λὲς 

περασμένα μεγαλεῖα 

καὶ διηγώντας τα νὰ κλαῖς.

Καὶ ἀκαρτέρει, καὶ ἀκαρτέρει 

φιλελεύθερη λαλιά, 

ἕνα ἐκτύπαε τ᾿ ἄλλο χέρι 

ἀπὸ τὴν ἀπελπισιά,

κι ἔλεες «πότε, ἅ! πότε βγάνω 

τὸ κεφάλι ἀπὸ τς ἐρμιές;» 

Καὶ ἀποκρίνοντο ἀπὸ πάνω 

κλάψες, ἅλυσες, φωνές.

Τότε ἐσήκωνες τὸ βλέμμα 

μὲς στὰ κλάιματα θολό, 

καὶ εἰς τὸ ροῦχο σου ἔσταζ᾿ αἷμα 

πλῆθος αἷμα ἑλληνικό.

Μὲ τὰ ροῦχα αἱματωμένα 

ξέρω ὅτι ἔβγαινες κρυφὰ 

νὰ γυρεύῃς εἰς τὰ ξένα 

ἄλλα χέρια δυνατά.

10 

Μοναχὴ τὸ δρόμο ἐπῆρες, 

ἐξανάλθες μοναχή, 

δὲν εἶν᾿ εὔκολες οἱ θύρες, 

ἐὰν ἡ χρεία τὲς κουρταλῆ.

11 

Ἄλλος σου ἔκλαψε εἰς τὰ στήθια 

ἀλλ᾿ ἀνάσασιν καμιὰ 

ἄλλος σοῦ ἔταξε βοήθεια 

καὶ σὲ γέλασε φρικτά.

12 

Ἄλλοι, ὀϊμέ! στὴ συμφορά σου, 

ὅπου ἐχαίροντο πολύ, 

«σύρε νά ῾βρῃς τὰ παιδιά σου, 

σύρε», ἐλέγαν οἱ σκληροί.

13 

Φεύγει ὀπίσω τὸ ποδάρι 

καὶ ὁλογλήγορο πατεῖ 

ἢ τὴν πέτρα ἢ τὸ χορτάρι 

ποὺ τὴ δόξα σου ἐνθυμεῖ.

14 

Ταπεινότατή σου γέρνει 

ἡ τρισάθλια κεφαλή, 

σὰν πτωχοῦ ποὺ θυροδέρνει 

κι εἶναι βάρος του ἡ ζωή.

15 

Ναί· ἀλλὰ τώρα ἀντιπαλεύει 

κάθε τέκνο σου μὲ ὁρμή, 

ποὺ ἀκατάπαυστα γυρεύει 

ἢ τὴ νίκη ἢ τὴ θανή!

16 

Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη 

τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά, 

καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη 

χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!

17 

Μόλις εἶδε τὴν ὁρμή σου 

ὁ οὐρανός, ποὺ γιὰ τ᾿ς ἐχθροὺς 

εἰς τὴ γῆ τὴ μητρική σου 

ἔτρεφ᾿ ἄνθια καὶ καρπούς,

18 

ἐγαλήνευσε καὶ ἐχύθη 

καταχθόνια μία βοὴ 

καὶ τοῦ Ρήγα σου ἀπεκρίθη 

πολεμόκραχτη ἡ φωνή1

19 

ὅλοι οἱ τόποι σου σ᾿ ἐκράξαν 

χαιρετώντας σε θερμά, 

καὶ τὰ στόματα ἐφωνάξαν, 

ὅσα αἰσθάνετο ἡ καρδιά.

20 

Ἐφωνάξανε ὡς τ᾿ ἀστέρια 

τοῦ Ἰονίου καὶ τὰ νησιά, 

καὶ ἐσηκώσανε τὰ χέρια, 

γιὰ νὰ δείξουνε χαρά,

21 

μ᾿ ὅλον πού ῾ναι ἁλυσωμένο 

τὸ καθένα τεχνικὰ 

καὶ εἰς τὸ μέτωπο γραμμένο 

ἔχει: ψεύτρα Ἐλευθεριά.

22 

Γκαρδιακὰ χαροποιήθη 

καὶ τοῦ Βάσιγκτον ἡ γῆ 

καὶ τὰ σίδερα ἐνθυμήθη 

ποῦ τὴν ἔδεναν κι αὐτή.

23 

Ἀπ᾿ τὸν πύργο του φωνάζει, 

σὰ νὰ λέῃ «σὲ χαιρετῶ», 

καὶ τὴ χήτη του τινάζει 

τὸ Λεοντάρι τὸ Ἰσπανό.

24 

Ἐλαφιάσθη τῆς Ἀγγλίας 

τὸ θηρίο καὶ σέρνει εὐθὺς 

κατὰ τ᾿ ἄκρα τῆς Ῥουσίας 

τὰ μουγκρίσματα τ᾿ς ὀργῆς.

25 

Εἰς τὸ κίνημά του δείχνει 

πὼς τὰ μέλη εἶν᾿ δυνατὰ 

καὶ στοῦ Αἰγαίου τὸ κῦμα ρίχνει 

μία σπιθόβολη ματιά.

26 

Σὲ ξανοίγει ἀπὸ τὰ νέφη 

καὶ τὸ μάτι τοῦ Ἀετοῦ, 

ποὺ φτερὰ καὶ νύχια θρέφει 

μὲ τὰ σπλάχνα τοῦ Ἰταλοῦ·

27 

καὶ σ᾿ ἐσὲ καταγειρμένος, 

γιατὶ πάντα σὲ μισεῖ, 

ἔκρωζ᾿, ἔκρωζε ὁ σκασμένος, 

νὰ σὲ βλάψῃ, ἂν ἠμπορῇ.

28 

Ἄλλο ἐσὺ δὲν συλλογιέσαι 

πάρεξ ποὺ θὰ πρωτοπᾷς 

δὲν μιλεῖς καὶ δὲν κουνιέσαι 

στὲς βρισίες ὅπου ἀγρικᾷς·

29 

σὰν τὸ βράχον ὅπου ἀφήνει 

κάθε ἀκάθαρτο νερὸ 

εἰς τὰ πόδια του νὰ χύνῃ 

εὐκολόσβηστον ἀφρό,

30 

ὅπου ἀφήνει ἀνεμοζάλη 

καὶ χαλάζι καὶ βροχὴ 

νὰ τοῦ δέρνουν τὴ μεγάλη, 

τὴν αἰώνια κορυφή.

31 

Δυστυχιά του, ὢ δυστυχιά του, 

ὁποιανοῦ θέλει βρεθῆ 

στὸ μαχαῖρι σου ἀποκάτου 

καὶ σ᾿ ἐκεῖνο ἀντισταθῇ.

32 

Τὸ θηρίο, π᾿ ἀνανογιέται 

πῶς τοῦ λείπουν τὰ μικρά, 

περιορίζεται, πετιέται, 

αἷμα ἀνθρώπινο διψᾷ.

33 

Τρέχει, τρέχει ὅλα τὰ δάση, 

τὰ λαγκάδια, τὰ βουνά, 

καὶ ὅπου φθάση, ὅπου περάσῃ 

φρίκη, θάνατος, ἐρμιά·

34 

ἐρμιά, θάνατος καὶ φρίκη, 

ὅπου ἐπέρασες κι ἐσύ· 

ξίφος ἔξω ἀπὸ τὴν θήκη 

πλέον ἀνδρείαν σοῦ προξενεῖ.

35 

Ἰδοὺ ἐμπρός σου ὁ τοῖχος στέκει 

τῆς ἀθλίας Τριπολιτσᾶς· 

τώρα τρόμου ἀστροπελέκι 

νὰ τῆς ρίψῃς πιθυμᾶς.

36 

Μεγαλόψυχο τὸ μάτι 

δείχνει πάντα ὅπως νικεῖ, 

καὶ ἂς εἶναι ἄρματα γεμάτη 

καὶ πολέμιαν χλαλοή.

37 

Σοὺ προβαίνουνε καὶ τρίζουν, 

γιὰ νὰ ἰδῆς πὼς εἶν᾿ πολλὰ 

δὲν ἀκοῦς ποὺ φοβερίζουν 

ἄνδρες μύριοι καὶ παιδιά;2

38 

Λίγα μάτια, λίγα στόματα 

θὰ σᾶς μείνουνε ἀνοιχτά, 

γιὰ νὰ κλαύσετε τὰ σώματα, 

ποὺ θὲ ναὔρῃ ἡ συμφορά.

39 

Κατεβαίνουνε, καὶ ἀνάφτει 

τοῦ πολέμου ἀναλαμπή· 

τὸ τουφέκι ἀνάβει, ἀστράφτει, 

λάμπει, κόφτει τὸ σπαθί.

40 

Γιατί ἡ μάχη ἐστάθη ὀλίγη; 

λίγα τὰ αἵματα γιατί; 

τὸν ἐχθρὸ θωρῶ νὰ φύγῃ 

καὶ στὸ κάστρο ν᾿ ἀνεβῇ.3

41 

Μέτρα! εἶν᾿ ἄπειροι οἱ φευγάτοι, 

ὁποὺ φεύγοντας δειλιοῦν· 

τὰ λαβώματα στὴν πλάτη 

δέχοντ᾿, ὥστε ν᾿ ἀνεβοῦν.

42 

Ἐκεῖ μέσα ἀκαρτερεῖτε 

τὴν ἀφεύγατη φθορά· 

νά, σᾶς φθάνει· ἀποκριθῆτε 

στῆς νυκτὸς τὴ σκοτεινιά.4

43 

Ἀποκρίνονται, καὶ ἡ μάχη 

ἔτσι ἀρχίζει, ὅπου μακριὰ 

ἀπὸ ράχη ἐκεῖ σὲ ράχη 

ἀντιβούιζε φοβερά.

44 

Ἀκούω κούφια τὰ τουφέκια, 

ἀκούω σμίξιμο σπαθιῶν, 

ἀκούω ξύλα, ἀκούω πελέκια, 

ἀκούω τρίξιμο δοντιῶν.

45 

Ἄ! τί νύκτα ἦταν ἐκείνη 

ποὺ τὴν τρέμει ὁ λογισμός; 

Ἄλλος ὕπνος δὲν ἐγίνη 

πάρεξ θάνατου πικρός.

46 

Τῆς σκηνῆς ἡ ὥρα, ὁ τόπος, 

οἱ κραυγές, ἡ ταραχή, 

ὁ σκληρόψυχος ὁ τρόπος 

τοῦ πολέμου, καὶ οἱ καπνοί,

47 

καὶ οἱ βροντές, καὶ τὸ σκοτάδι, 

ὅπου ἀντίσκοφτε ἡ φωτιά, 

ἐπαράσταιναν τὸν ᾅδη 

ποῦ ἀκαρτέρειε τὰ σκυλιά·

48 

τ᾿ ἀκαρτέρειε. ἐφαίνοντ᾿ ἴσκιοι 

ἀναρίθμητοι γυμνοί, 

κόρες, γέροντες, νεανίσκοι, 

βρέφη ἀκόμη εἰς τὸ βυζί.

49 

Ὅλη μαύρη μυρμηγκιάζει, 

μαύρη ἡ ἐντάφια συντροφιά, 

σὰν τὸ ροῦχο ὁποὺσκεπάζει 

τὰ κρεββάτια τὰ στερνά.

50 

Τόσοι, τόσοι ἀνταμωμένοι 

ἐπετιοῦντο ἀπὸ τὴ γῆ, 

ὅσοι εἶν᾿ ἄδικα σφαγμένοι 

ἀπὸ τούρκικην ὀργή.

51 

Τόσα πέφτουνε τὰ θέρι- 

σμένα ἀστάχια εἰς τοὺς ἀγρούς· 

σχεδὸν ὅλα ἐκειὰ τὰ μέρη 

ἐσκεπάζοντο ἀπ᾿ αὐτούς.

52 

Θαμποφέγγει κανέν᾿ ἄστρο, 

καὶ ἀναδεύοντο μαζί, 

ἀναβαίνοντας τὸ κάστρο 

μὲ νεκρώσιμη σιωπή.

53 

Ἔτσι χάμου εἰς τὴν πεδιάδα, 

μὲς στὸ δάσος τὸ πυκνό, 

ὅταν στέλνῃ μίαν ἀχνάδα 

μισοφέγγαρο χλωμό,

54 

ἐὰν οἱ ἄνεμοι μὲς στ᾿ ἄδεια 

τὰ κλαδιὰ μουγκοφυσοῦν, 

σειοῦνται, σειοῦνται τὰ μαυράδια, 

ὅπου οἱ κλῶνοι ἀντικτυποῦν.

55 

Μὲ τὰ μάτια τους γυρεύουν 

ὅπου εἶν᾿ αἵματα πηχτά, 

καὶ μὲς στ᾿ αἵματα χορεύουν 

μὲ βρυχίσματα βραχνά,

56 

καὶ χορεύοντας μανίζουν 

εἰς τοὺς Ἕλληνας κοντά, 

καὶ τὰ στήθια τους ἐγγίζουν 

μὲ τὰ χέρια τὰ ψυχρά.

57 

Ἐκειὸ τὸ ἔγγισμα πηγαίνει 

βαθιὰ μὲς στὰ σωθικά, 

ὅθεν ὅλη ἡ λύπη βγαίνει, 

καὶ ἄκρα αἰσθάνονται ἀσπλαχνιά.

58 

Τότε αὐξαίνει τοῦ πολέμου 

ὁ χορὸς τρομακτικά, 

σὰν τὸ σκόρπισμα τοῦ ἀνέμου 

στοῦ πελάου τὴ μοναξιά.

59 

Κτυποῦν ὅλοι ἀπάνου κάτου· 

κάθε κτύπημα ποὺ ἐβγῇ 

εἶναι κτύπημα θανάτου, 

χωρὶς νὰ δευτερωθῇ.

60 

Κάθε σῶμα ἱδρώνει, ρέει 

λὲς καὶ ἐκεῖθεν ἡ ψυχὴ 

ἀπ᾿ τὸ μῖσος ποὺ τὴν καίει 

πολεμάει νὰ πεταχθῇ.

61 

Τῆς καρδίας κτυπίες βροντᾶνε 

μὲς στὰ στήθια τους ἀργά, 

καὶ τὰ χέρια ὁποὺ χουμᾶνε 

περισσότερο εἶν᾿ γοργά.

62 

Οὐρανὸς γι᾿ αὐτοὺς δὲν εἶναι, 

οὐδὲ πέλαο, οὐδὲ γῆ· 

γι᾿ αὐτοὺς ὅλους τὸ πᾶν εἶναι 

μαζωμένο ἀντάμα ἐκεῖ.

63 

Τόση ἡ μάνητα καὶ ἡ ζάλη, 

ποὺ στοχάζεσαι, μὴ πὼς 

ἀπὸ μία μεριὰ καὶ ἀπ᾿ ἄλλη 

δὲν μείνῃ ἕνας ζωντανός.

64 

Κοίτα χέρια ἀπελπισμένα 

πῶς θερίζουνε ζωές! 

Χάμου πέφτουνε κομμένα 

χέρια, πόδια, κεφαλές,

65 

καὶ παλάσκες καὶ σπαθία 

μὲ ὁλοσκόρπιστα μυαλά, 

καὶ μὲ ὁλόσχιστα κρανία 

σωθικὰ λαχταριστά.

66 

Προσοχὴ καμία δὲν κάνει 

κανείς, ὄχι, εἰς τὴ σφαγὴ 

πᾶνε πάντα ἐμπρός. Ὤ! φθάνει, 

φθάνει ἕως πότε οἱ σκοτωμοί;

67 

Ποῖος ἀφήνει ἐκεῖ τὸν τόπο, 

πάρεξ ὅταν ξαπλωθῇ; 

Δὲν αἰσθάνονται τὸν κόπο 

καὶ λὲς κι εἶναι εἰς τὴν ἀρχή.

68 

Ὀλιγόστευαν οἱ σκύλοι, 

καὶ «Ἀλλά» ἐφώναζαν, «Ἀλλά» 

καὶ τῶν χριστιανῶν τὰ χείλη 

«φωτιά» ἐφώναζαν, «φωτιά».

69 

Λεονταρόψυχα ἐκτυπιοῦντο, 

πάντα ἐφώναζαν «φωτιά», 

καὶ οἱ μιαροὶ κατασκορπιοῦντο, 

πάντα σκούζοντας «Ἀλλά».

70 

Παντοῦ φόβος καὶ τρομάρα 

καὶ φωνὲς καὶ στεναγμοί· 

παντοῦ κλάψα, παντοῦ ἀντάρα, 

καὶ παντοῦ ξεψυχισμοί.

71 

Ἦταν τόσοι! πλέον τὸ βόλι 

εἰς τ᾿ αὐτιὰ δὲν τοὺς λαλεῖ. 

Ὅλοι χάμου ἐκείτοντ᾿ ὅλοι 

εἰς τὴν τέταρτην αὐγή.

72 

Σὰν ποτάμι τὸ αἷμα ἐγίνη 

καὶ κυλάει στὴ λαγκαδιά, 

καὶ τὸ ἀθῷο χόρτο πίνει 

αἷμα ἀντὶς γιὰ τὴ δροσιά.

73 

Τῆς αὐγῆς δροσάτο ἀέρι, 

δὲν φυσᾷς τώρα ἐσὺ πλιὸ

στῶν ψευδόπιστων τὸ ἀστέρι5 

φύσα, φύσα εἰς τὸ Σταυρό.

74 

Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη 

τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά, 

καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη, 

χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!

75 

Τῆς Κορίνθου ἰδοὺ καὶ οἱ κάμποι 

δὲν λάμπ᾿ ἥλιος μοναχὰ 

εἰς τοὺς πλάτανους, δὲν λάμπει 

εἰς τ᾿ ἀμπέλια, εἰς τὰ νερά·

76 

εἰς τὸν ἥσυχον αἰθέρα 

τώρα ἀθῴα δὲν ἀντηχεῖ 

τὰ λαλήματα ἡ φλογέρα, 

τὰ βελάσματα τὸ ἀρνί·

77 

τρέχουν ἅρματα χιλιάδες 

σὰν τὸ κῦμα εἰς τὸ γιαλὸ 

ἀλλ᾿ οἱ ἀνδρεῖοι παλικαράδες 

δὲν ψηφοῦν τὸν ἀριθμό.

78 

Ὢ τρακόσιοι! σηκωθῆτε 

καὶ ξανάλθετε σ᾿ ἐμᾶς· 

τὰ παιδιά σας θέλ᾿ ἰδῆτε 

πόσο μοιάζουνε μ᾿ ἐσᾶς.

79 

Ὅλοι ἐκεῖνοι τὰ φοβοῦνται, 

καὶ μὲ πάτημα τυφλὸ 

εἰς τὴν Κόρινθο ἀποκλειοῦνται 

κι ὅλοι χάνουνται ἀπ᾿ ἐδῶ.

80 

Στέλνει ὁ ἄγγελος τοῦ ὀλέθρου 

πεῖναν καὶ θανατικὸ 

ποῦ σὲ σχῆμα ἑνὸς σκελέθρου 

περπατοῦν ἀντάμα οἱ δυό·

81 

καὶ πεσμένα εἰς τὰ χορτάρια 

ἀπεθαίνανε παντοῦ 

τὰ θλιμμένα ἀπομεινάρια 

τῆς φυγῆς καὶ τοῦ χαμοῦ.

82 

Καὶ ἐσὺ ἀθάνατη, ἐσὺ θεία, 

ποῦ ὅ,τι θέλεις ἠμπορεῖς, 

εἰς τὸν κάμπο, Ἐλευθερία, 

ματωμένη περπατεῖς.

83 

Στὴ σκιὰ χεροπιασμένες,6 

στὴ σκιὰ βλέπω κι ἐγὼ 

κρινοδάκτυλες παρθένες, 

ὅπου κάνουνε χορό·

84 

στὸ χορὸ γλυκογυρίζουν 

ὡραία μάτια ἐρωτικά, 

καὶ εἰς τὴν αὔρα κυματίζουν 

μαῦρα, ὁλόχρυσα μαλλιά.

85 

Ἡ ψυχή μου ἀναγαλλιάζει 

πὼς ὁ κόρφος καθεμιᾶς 

γλυκοβύζαστο ἑτοιμάζει 

γάλα ἀνδρείας καὶ ἐλευθεριᾶς.

86 

Μὲς στὰ χόρτα, τὰ λουλούδια, 

τὸ ποτήρι δὲν βαστῶ· 

φιλελεύθερα τραγούδια 

σὰν τὸν Πίνδαρο ἐκφωνῶ.

87 

Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη 

τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά, 

καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη, 

χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!

88 

Πῆγες εἰς τὸ Μεσολόγγι 

τὴν ἡμέρα τοῦ Χριστοῦ, 

μέρα ποὺ ἄνθισαν οἱ λόγγοι7 

γιὰ τὸ τέκνο τοῦ Θεοῦ.

89 

Σοὖλθε ἐμπρὸς λαμποκοπώντας 

ἡ Θρησκεία μ᾿ ἕνα σταυρὸ 

καὶ τὸ δάκτυλο κινώντας 

ὅπου ἀνεῖ τὸν οὐρανό,

90 

«σ᾿ αὐτό», ἐφώναξε, «τὸ χῶμα 

στάσου ὁλόρθη, Ἐλευθεριά»· 

καὶ φιλώντας σου τὸ στόμα 

μπαίνει μὲς στὴν ἐκκλησιά.8

91 

Εἰς τὴν τράπεζα σιμώνει, 

καὶ τὸ σύγνεφο τὸ ἀχνὸ 

γύρω γύρω της πυκνώνει 

ποὺ σκορπάει τὸ θυμιατό.

92 

Ἀγρικάει τὴν ψαλμῳδία 

ὁποὺ ἐδίδαξεν αὐτή· 

βλέπει τὴ φωταγωγία 

στοὺς ἁγίους ἐμπρὸς χυτή.

93 

Ποιοὶ εἶν᾿ αὐτοὶ ποὺ πλησιάζουν 

μὲ πολλὴ ποδοβολή, 

κι ἅρματ᾿, ἅρματα ταράζουν; 

Ἐπετάχτηκες Ἐσύ.

94 

Ἄ! τὸ φῶς, ποὺ σὲ στολίζει 

σὰν ἡλίου φεγγοβολὴ 

καὶ μακρόθεν σπινθηρίζει, 

δὲν εἶναι, ὄχι, ἀπὸ τὴ γῆ·

95 

λάμψιν ἔχει ὅλη φλογώδη 

χεῖλος, μέτωπο, ὀφθαλμός· 

φῶς τὸ χέρι, φῶς τὸ πόδι, 

κι ὅλα γύρω σου εἶναι φῶς.

96 

Τὸ σπαθί σου ἀντισηκώνεις, 

τρία πατήματα πατᾷς, 

σὰν τὸν πύργο μεγαλώνεις, 

καὶ εἰς τὸ τέταρτο κτυπᾷς·

97 

μὲ φωνὴ ποὺ καταπείθει 

προχωρώντας ὁμιλεῖς· 

«Σήμερ᾿, ἄπιστοι, ἐγεννήθη, 

ναί, τοῦ κόσμου ὁ Λυτρωτής».

98 

Αὐτὸς λέγει... «Ἀφοκρασθῆτε 

Ἐγὼ εἶμ᾿ Ἄλφα, Ὠμέγα ἐγώ·9 

πέστε, ποῦ θ᾿ ἀποκρυφθῆτε 

ἐσεῖς ὅλοι, ἂν ὀργισθῶ;

99 

»Φλόγα ἀκοίμητήν σας βρέχω, 

ποὺ μ᾿ αὐτὴν ἂν συγκριθῇ 

κείνη ἡ κάτω ὅπου σας ἔχω 

σὰν δροσιὰ θέλει βρεθῇ.

100 

»Κατατρώγει, ὡσὰν τὴ σχίζα, 

τόπους ἄμετρα ὑψηλούς, 

χῶρες, ὄρη ἀπὸ τὴ ρίζα, 

ζῷα καὶ δένδρα καὶ θνητούς,

101 

»καὶ τὸ πᾶν τὸ κατακαίει, 

καὶ δὲν σῴζεται πνοή, 

πάρεξ τοῦ ἀνέμου ποὺ πνέει 

μὲς στὴ στάχτη τὴ λεπτή».

102 

Κάποιος ἤθελε ἐρωτήσει: 

τοῦ θυμοῦ του εἶσαι ἀδελφή; 

Ποῖος εἶν᾿ ἄξιος νὰ νικήσῃ 

ἢ μ᾿ ἐσὲ νὰ μετρηθῆ;

103 

Ἡ γῆ αἰσθάνεται τὴν τόση 

τοῦ χεριοῦ σου ἀνδραγαθιά, 

ποὺ ὅλην θέλει θανατώσῃ 

τὴ μισόχριστη σπορά.

104 

Τὴν αἰσθάνονται, καὶ ἀφρίζουν 

τὰ νερά, καὶ τ᾿ ἀγρικῶ 

δυνατὰ νὰ μουρμουρίζουν 

σὰν νὰ ρυάζετο θηριό.

105 

Κακορίζικοι, ποὺ πάτε 

τοῦ Ἀχελῴου μὲς στὴ ροή,10 

καὶ πιδέξια πολεμᾶτε 

ἀπὸ τὴν καταδρομὴ

106 

ν᾿ ἀποφύγετε! τὸ κῦμα 

ἔγινε ὅλο φουσκωτό·

ἐκεῖ εὐρήκατε τὸ μνῆμα 

πρὶν νὰ εὐρῆτε ἀφανισμό.

107 

Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει 

κάθε λάρυγγας ἐχθροῦ, 

καὶ τὸ ρεῦμα γαργαρίζει 

τὲς βλασφήμιες τοῦ θυμοῦ.

108 

Σφαλερὰ τετραποδίζουν 

πλῆθος ἄλογα, καὶ ὀρθὰ 

τρομασμένα χλιμιτρίζουν 

καὶ πατοῦν εἰς τὰ κορμιά.

109 

Ποῖος στὸν σύντροφον ἁπλώνει 

χέρι, ὡσὰν νὰ βοηθηθῇ· 

ποῖος τὴ σάρκα του δαγκώνει, 

ὅσο ὅπου νὰ νεκρωθῇ·

110 

κεφαλὲς ἀπελπισμένες 

μὲ τὰ μάτια πεταχτά, 

κατὰ τ᾿ ἄστρα σηκωμένες 

γιὰ τὴν ὕστερη φορά.

111 

Σβηέται -αὐξαίνοντας ἡ πρώτη 

τοῦ Ἀχελῴου νεροσυρμή- 

τὸ χλιμίτρισμα, καὶ οἱ κρότοι 

καὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ γογγυσμοί.

112 

Ἔτσι ν᾿ ἄκουα νὰ βουίξῃ 

τὸν βαθὺν Ὠκεανό, 

καὶ στὸ κῦμα του νὰ πνίξῃ 

κάθε σπέρμα Ἀγαρηνό·

113 

Καὶ ἐκεῖ ποὖναι ἡ Ἁγία Σοφία, 

μὲς στοὺς λόφους τοὺς ἑπτά, 

ὅλα τ᾿ ἄψυχα κορμία, 

βραχοσύντριφτα, γυμνά,

114 

σωριασμένα νὰ τὰ σπρώξῃ 

ἡ κατάρα τοῦ Θεοῦ, 

κι ἀπ᾿ ἐκεῖ νὰ τὰ μαζώξῃ 

ὁ ἀδελφός του Φεγγαριοῦ.11

115 

Κάθε πέτρα μνῆμα ἂς γένη, 

καὶ ἡ Θρησκεία κι ἡ Ἐλευθεριὰ 

μ᾿ ἀργοπάτημα ἂς πηγαίνῃ 

μεταξύ τους, καὶ ἂς μετρᾷ.

116 

Ἕνα λείψανο ἀνεβαίνει 

τεντωτό, πιστομητό, 

κι ἄλλο ξάφνου κατεβαίνει 

καὶ δὲν φαίνεται καὶ πλιό.

117 

Καὶ χειρότερα ἀγριεύει 

καὶ φουσκώνει ὁ ποταμός· 

πάντα πάντα περισσεύει 

πολυφλοίσβισμα καὶ ἀφρός.

118 

Ἄ! γιατί δὲν ἔχω τώρα 

τὴ φωνὴ τοῦ Μωυσῆ; 

Μεγαλόφωνα, τὴν ὥρα 

ὅπου ἐσβηοῦντο οἱ μισητοί,

119 

τὸν Θεὸν εὐχαριστοῦσε 

στοῦ πελάου τὴ λύσσα ἐμπρός, 

καὶ τὰ λόγια ἠχολογοῦσε 

ἀναρίθμητος λαός·

120 

ἀκλουθάει τὴν ἁρμονία 

ἡ ἀδελφή του Ἀαρών, 

ἡ προφήτισσα Μαρία, 

μ᾿ ἕνα τύμπανο τερπνόν,12

121 

καὶ πηδοῦν ὅλες οἱ κόρες 

μὲ τς ἀγκάλες ἀνοικτές, 

τραγουδώντας, ἀνθοφόρες, 

μὲ τὰ τύμπανα κι ἐκειές.

122 

Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη 

τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή, 

σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψη, 

ποῦ μὲ βία μετράει τὴ γῆ.

123 

Εἰς αὐτήν, εἶν᾿ ξακουσμένο, 

δὲν νικιέσαι ἐσὺ ποτέ· 

ὅμως, ὄχι, δὲν εἶν᾿ ξένο 

καὶ τὸ πέλαγο γιὰ σέ.

124 

Τὸ στοιχεῖον αὐτὸ ξαπλώνει 

κύματ᾿ ἄπειρα εἰς τὴ γῆ, 

μὲ τὰ ὁποῖα τὴν περιζώνει 

κι εἶναι εἰκόνα σου λαμπρή.

125 

Μὲ βρυχίσματα σαλεύει, 

ποὺ τρομάζει ἡ ἀκοὴ 

κάθε ξύλο κινδυνεύει 

καὶ λιμιώνα ἀναζητεῖ.

126 

Φαίνετ᾿ ἔπειτα ἡ γαλήνη 

καὶ τὸ λάμψιμο τοῦ ἡλιοῦ, 

καὶ τὰ χρώματα ἀναδίνει 

τοῦ γλαυκότατου οὐρανοῦ.

127 

Δὲν νικιέσαι, εἶν᾿ ξακουσμένο, 

στὴν ξηρὰν ἐσὺ ποτὲ 

ὅμως, ὄχι, δὲν εἶν᾿ ξένο 

καὶ τὸ πέλαγο γιὰ σέ.

128 

Περνοῦν ἄπειρα τὰ ξάρτια, 

καὶ σὰν λόγγος στριμωχτὰ 

τὰ τρεχούμενα κατάρτια, 

τὰ ὁλοφούσκωτα πανιά.

129 

Σὺ τὲς δύναμές σου σπρώχνεις, 

καὶ ἀγκαλὰ δὲν εἶν᾿ πολλές, 

πολεμώντας ἄλλα διώχνεις, 

ἄλλα παίρνεις, ἄλλα καῖς

130 

μὲ ἐπιθύμια νὰ τηράζῃς 

δυὸ μεγάλα σὲ θωρῶ,13 

καὶ θανάσιμον τινάζεις 

ἐναντίον τους κεραυνό.

131 

Πιάνει, αὐξαίνει, κοκκινίζει 

καὶ σηκώνει μία βροντή, 

καὶ τὸ πέλαο χρωματίζει 

μὲ αἱματόχροη βαφή.

132 

Πνίγοντ᾿ ὅλοι οἱ πολεμάρχοι 

καὶ δὲν μνέσκει ἕνα κορμί· 

χάρου, σκιὰ τοῦ Πατριάρχη, 

ποῦ σ᾿ ἐπέταξεν ἐκεῖ.

133 

Ἐκρυφόσμιγαν οἱ φίλοι 

μὲ τ᾿ς ἐχθρούς τους τὴ Λαμπρή, 

καὶ τοὺς ἔτρεμαν τὰ χείλη 

δίνοντάς τα εἰς τὸ φιλί.

134 

Κειὲς τὲς δάφνες ποὺ ἐσκορπίστε14 

τώρα πλέον δὲν τὲς πατεῖ, 

καὶ τὸ χέρι ὅπου ἐφιλῆστε 

πλέον, ἅ! πλέον δὲν εὐλογεῖ.

135 

Ὅλοι κλαῦστε· ἀποθαμένος 

ὁ ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησιᾶς· 

κλαῦστε, κλαῦστε κρεμασμένος 

ὡσὰν νἄτανε φονιάς.

136 

Ἔχει ὁλάνοιχτο τὸ στόμα 

π᾿ ὦρες πρῶτα εἶχε γευθεῖ 

τ᾿ Ἅγιον Αἷμα, τ᾿ Ἅγιον Σῶμα· 

λὲς πὼς θενὰ ξαναβγῇ

137 

ἡ κατάρα ποὺ εἶχε ἀφήσει 

λίγο πρὶν νὰ ἀδικηθῇ 

εἰς ὁποῖον δὲν πολεμήσῃ 

καὶ ἠμπορεῖ νὰ πολεμῇ.

138 

Τὴν ἀκούω, βροντάει, δὲν παύει 

εἰς τὸ πέλαγο, εἰς τὴ γῆ, 

καὶ μουγκρίζοντας ἀνάβει 

τὴν αἰώνιαν ἀστραπή.

139 

Ἡ καρδιὰ συχνοσπαράζει... 

Πλὴν τί βλέπω; Σοβαρὰ 

νὰ σωπάσω μὲ προστάζει 

μὲ τὸ δάκτυλο ἡ θεά.

140 

Κοιτάει γύρω εἰς τὴν Εὐρώπη 

τρεῖς φορὲς μ᾿ ἀνησυχιά· 

προσηλώνεται κατόπι 

στὴν Ἑλλάδα, καὶ ἀρχινᾷ:

141 

«Παλληκάρια μου! οἱ πολέμοι 

γιὰ σᾶς ὅλοι εἶναι χαρά, 

καὶ τὸ γόνα σας δὲν τρέμει 

στοὺς κινδύνους ἐμπροστά.

142 

»Ἀπ᾿ ἐσᾶς ἀπομακραίνει 

κάθε δύναμη ἐχθρική· 

ἀλλὰ ἀνίκητη μιὰ μένει 

ποὺ τὲς δάφνες σας μαδεῖ.

143 

»Μία, ποὺ ὅταν ὡσὰν λύκοι 

ξαναρχόστενε ζεστοί, 

κουρασμένοι ἀπὸ τὴ νίκη, 

ἄχ! τὸν νοῦν σας τυραννεῖ.

144 

»Ἡ Διχόνια, ποὺ βαστάει 

ἕνα σκῆπτρο ἡ δολερὴ 

καθενὸς χαμογελάει, 

πάρ᾿ το, λέγοντας, κι ἐσύ.

145 

»Κειὸ τὸ σκῆπτρο ποὺ σᾶς δείχνει, 

ἔχει ἀλήθεια ὡραῖα θωριά· 

μὴν τὸ πιᾶστε, γιατὶ ρίχνει 

εἰσὲ δάκρυα θλιβερά.

146 

»Ἀπὸ στόμα ὅπου φθονάει, 

παλικάρια, ἂς μὴν ῾πωθῇ, 

πῶς τὸ χέρι σας κτυπάει 

τοῦ ἀδελφοῦ τὴν κεφαλή.

147 

»Μὴν εἰποῦν στὸ στοχασμό τους 

τὰ ξένα ἔθνη ἀληθινά: 

«Ἐὰν μισοῦνται ἀνάμεσό τους, 

δὲν τοὺς πρέπει ἐλευθεριά».

148 

»Τέτοια ἀφήστενε φροντίδα· 

ὅλο τὸ αἷμα ὁποὺ χυθῇ 

γιὰ θρησκεία καὶ γιὰ πατρίδα, 

ὅμοιαν ἔχει τὴν τιμή.

149 

»Στὸ αἷμα αὐτό, ποὺ δὲν πονεῖτε, 

γιὰ πατρίδα, γιὰ θρησκειά, 

σᾶς ὁρκίζω, ἀγκαλιασθῆτε 

σὰν ἀδέλφια γκαρδιακά.

150 

»Πόσον λείπει, στοχασθῆτε, 

πόσο ἀκόμη νὰ παρθῇ 

πάντα ἡ νίκη, ἂν ἑνωθῆτε, 

πάντα ἐσᾶς θ᾿ ἀκολουθῇ.

151 

»Ὢ ἀκουσμένοι εἰς τὴν ἀνδρεία!... 

Καταστῆστε ἕνα σταυρὸ 

καὶ φωνάξετε μὲ μία: 

Βασιλεῖς, κοιτάξτ᾿ ἐδῶ.

152 

»Τὸ σημεῖον ποὺ προσκυνᾶτε 

εἶναι τοῦτο, καὶ γι᾿ αὐτὸ 

ματωμένους μας κοιτᾶτε 

στὸν ἀγῶνα τὸ σκληρό.

153 

»Ἀκατάπαυστα τὸ βρίζουν 

τὰ σκυλιὰ καὶ τὸ πατοῦν 

καὶ τὰ τέκνα του ἀφανίζουν 

καὶ τὴν πίστη ἀναγελοῦν.

154 

»Ἐξ αἰτίας του ἐσπάρθη, ἐχάθη 

αἷμα ἀθῷο χριστιανικό, 

ποὺ φωνάζει ἀπὸ τὰ βάθη 

τῆς νυκτός: «Νὰ ῾κδικηθῶ».

155 

»Δὲν ἀκοῦτε ἐσεῖς εἰκόνες 

τοῦ Θεοῦ, τέτοια φωνή; 

Τώρα ἐπέρασαν αἰῶνες 

καὶ δὲν ἔπαυσε στιγμή.

156 

»Δὲν ἀκοῦτε; εἰς κάθε μέρος 

σὰν τοῦ Ἄβελ καταβοᾶ· 

δὲν εἶν᾿ φύσημα τοῦ ἀέρος 

ποῦ σφυρίζει εἰς τὰ μαλλιά.

157 

»Τί θὰ κάμετε; θ᾿ ἀφῆστε 

νὰ ἀποκτήσωμεν ἐμεῖς 

Λευθεριὰν, ἢ θὰ τὴν λῦστε 

ἐξ αἰτίας Πολιτικῆς;

158 

»Τοῦτο ἀνίσως μελετᾶτε, 

ἰδού, ἐμπρός σας τὸν Σταυρό· 

Βασιλεῖς! ἐλᾶτε, ἐλᾶτε, 

καὶ κτυπήσετε κι ἐδῶ».

 

Ποιήματα

Σατιρικά

Πεζά

Μεταφράσεις

  • ᾨδὴ τοῦ Πετράρχη

Συλλογές

  • Ἅπαντα τὰ εὑρισκόμενα - Ἰάκωβος Πολυλᾶς (1859)

Ἰταλικὰ ποιήματα

  • La navicella Greca (1851)

  • Saffo

  • In morte di Stelio Marcoran

  • La madre Greca

  • La donna velata

  • L'usignolo e lo sparviere

Ἰταλικὰ πεζά

  • Per Dr. Spiridione Gripari (1820)

  • Elogio di Ugo Foscolo (1827)

ΠΗΓΗ: http://users.uoa.gr/, Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού

 

Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα

Εσείς γνωρίζετε τι σημαίνει «νείρομαι»;

Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με μόνο 65Є εγγραφή - έως 24 Απριλίου

Μοριοδοτούμενο σεμινάριο Ειδικής Αγωγής (ΕΛΜΕΠΑ) με μόνο 50Є εγγραφή- αιτήσεις ως 24/4

2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη

Proficiency και Lower μόνο 95 ευρώ σε 2 μόνο ημέρες στα χέρια σας (ΧΩΡΙΣ προφορικά, ΧΩΡΙΣ έκθεση!)

ΕΥΚΟΛΕΣ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ και ΙΤΑΛΙΚΩΝ για εκπαιδευτικούς - Πάρτε τις άμεσα

Google news logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Google News Viber logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Viber

σχετικά άρθρα