Thumbnail
Μεταπτυχιακά

Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν προχώρησε ακόμη σε ουσιώδεις πρωτοβουλίες στον χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ουσιώδεις: τέτοιες που να συνιστούν ξεκάθαρη αλλαγή προσανατολισμού. Στο επίπεδο της ρητορικής, διαφαίνεται η πρόθεση να περιοριστεί (μα όχι να ανακοπεί) η προϊούσα διείσδυση της αγοραίας λογικής στα Πανεπιστήμια.

«Στηρίζουμε τη δημόσια και δωρεάν ανώτατη εκπαίδευση», τιτλοφορήθηκε μια συνέντευξη που έδωσε η αναπληρώτρια υπουργός Παιδείας στην εφημερίδα «Αυγή» (26.6.2016).

Τόσο από τη συνέντευξη όσο και από μια στατιστική μελέτη που δημοσιοποίησε το υπουργείο της Παιδείας λίγο νωρίτερα (12.6.2016) φαίνεται πως η προσπάθεια αυτή θα αρχίσει από την κορυφή του συστήματος: από τα μεταπτυχιακά προγράμματα. Ισως όχι τυχαία.

Αν υπάρχει ένας χώρος όπου η αγορά έχει ήδη εισβάλει δυναμικά και ποικιλότροπα στην ανώτατη εκπαίδευση, αυτός είναι αναμφίβολα ο χώρος των μεταπτυχιακών προγραμμάτων.

Οι μεταπτυχιακές σπουδές σε επίπεδο μάστερ θεσμοθετήθηκαν στην Ελλάδα στα μέσα της δεκαετίας του 1990, την ίδια εποχή που η κυβέρνηση Σημίτη σηματοδοτούσε τον αναπροσανατολισμό της ελληνικής οικονομικής πολιτικής προς περισσότερο νεοφιλελεύθερες κατευθύνσεις.

Στο διάστημα των είκοσι ετών που μεσολάβησαν από τότε ιδρύθηκαν 735 προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών. Τα περισσότερα από αυτά χρηματοδοτήθηκαν αρχικά είτε από τον κρατικό προϋπολογισμό είτε (κυρίως) από τα ευρωπαϊκά κονδύλια, που στη συγκυρία εκείνη έρρεαν άφθονα στη χώρα.

Σταδιακά, όμως, όσο μειωνόταν η κρατική επιχορήγηση ή ολοκληρωνόταν η αρχική ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, τα περισσότερα από τα προγράμματα συνέχισαν τη λειτουργία τους ιδίοις πόροις – με εισαγωγή διδάκτρων.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποίησε το υπουργείο, ώς το ακαδημαϊκό έτος 2014-15, επτά στα δέκα μεταπτυχιακά (524 επί συνόλου 735) είχαν ενδώσει στον πειρασμό.

Η μετακύλιση του κόστους από το Δημόσιο στους φοιτητές εκτυλισσόταν ταυτόχρονα με μια ουσιώδη αλλαγή στον τρόπο που το κράτος και η κοινωνία έβλεπαν την τριτοβάθμια εκπαίδευση και δη τις μεταπτυχιακές σπουδές.

Από κοινωνικό αγαθό, στο οποίο είχαν πρόσβαση όλοι οι πολίτες –όσοι ήθελαν και μπορούσαν να ανταποκριθούν στις διανοητικές απαιτήσεις αυτού του επιπέδου– γινόταν όλο και περισσότερο μια υπηρεσία, η οποία απευθυνόταν πρωτίστως σε όσους είχαν την οικονομική δυνατότητα να την αγοράσουν.

Εχει ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι οι ταχύτητες με τις οποίες τα ελληνικά Πανεπιστήμια κινήθηκαν προς την αγοραία κατεύθυνση ήταν (και είναι ακόμη) εντυπωσιακά άνισες.

Τόσο η εισαγωγή όσο και το ύψος των διδάκτρων εμφανίζουν μεγάλες αποκλίσεις από Πανεπιστήμιο σε Πανεπιστήμιο και από σχολή σε σχολή. Παρότι με πρώτη ματιά μοιάζουν δυσεξήγητες, οι αποκλίσεις αυτές φαίνεται πως σχετίζονται με τις διαφορετικές παραδόσεις ανάμεσα στα ιδρύματα.

Εύκολα, για παράδειγμα, μπορεί να διακρίνει κάποιος ότι τα παλιότερα Πανεπιστήμια, όσα είχαν ιδρυθεί σε μια εποχή που κανείς δεν αμφισβητούσε πως η τριτοβάθμια εκπαίδευση (όφειλε να) είναι αποκλειστική ευθύνη του κράτους, πρόβαλλαν μεγαλύτερες αντιστάσεις στην εισαγωγή διδάκτρων από ό,τι τα νεόκοπα, όσα ιδρύθηκαν κατά την τελευταία εικοσαετία με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση.

Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα: Το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, το οποίο ιδρύθηκε το 1964, απέρριψε (με απόφαση της Συγκλήτου του) όλες σχεδόν τις προτάσεις για εισαγωγή διδάκτρων στα μεταπτυχιακά του προγράμματα.

Ετσι, από τα 23 προγράμματα που προσφέρει μόνον ένα προβλέπει δίδακτρα (εκείνο που ιδρύθηκε σε συνεργασία με άλλο Πανεπιστήμιο).

Αντιθέτως, το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου (το οποίο ιδρύθηκε με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση το 2000) αποδεικνύεται εξόχως δεκτικό στην αγοραία λογική – εν προκειμένω προσφέρει επίσης 23 μεταπτυχιακά προγράμματα, μα και τα 23 με δίδακτρα.

Η αρχική συνθήκη, συνεπώς, και η παράδοση που οικοδομείται πάνω σε αυτήν, είναι ένας από τους παράγοντες που διαφοροποιούν την εικόνα. Ενας δεύτερος φαίνεται πως είναι οι διαφορετικές επιστήμες που το κάθε Πανεπιστήμιο (ή η κάθε σχολή) διακονεί. Ας δούμε και εδώ ένα παράδειγμα.

Το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ένα μονοθεματικό ίδρυμα με εστίαση στις οικονομικές σπουδές (όπως άλλωστε δηλώνει το όνομά του), προσφέρει 17 μεταπτυχιακά προγράμματα στο σύνολό τους με δίδακτρα.

Το Πάντειο Πανεπιστήμιο, το οποίο περιορίζεται αποκλειστικά στο φάσμα κοινωνικών σπουδών, προσφέρει 10 προγράμματα, όλα τους δωρεάν.

Θα μπορούσε, συνεπώς, να υποθέσει κάποιος πως οι οικονομικές σπουδές είναι κατ’ αρχήν περισσότερο ευμενείς στην επιχειρηματική κουλτούρα απ’ όσο, για παράδειγμα, η Ιστορία, η Κοινωνιολογία ή η Κοινωνική Ανθρωπολογία. Και δεν θα έκανε λάθος.

Βέβαια, στη συγκεκριμένη περίπτωση θα πρέπει να συνυπολογιστεί και μια άλλη, ορατή διαφορά ανάμεσα στα δύο Πανεπιστήμια, ίσως πιο κρίσιμη: Η κουλτούρα του Παντείου (τόσο στις καθηγητικές όσο και στις σπουδαστικές πρακτικές) οφείλει αρκετά στην αριστερή πολιτική παράδοση, σε αντίθεση με το Οικονομικό όπου κυριαρχεί η φιλελεύθερη πολιτική κουλτούρα.

Με βάση το παραπάνω παράδειγμα θα ήταν θεμιτό να τεθεί το ερώτημα εάν και κατά πόσο ορισμένες επιστημονικές κατευθύνσεις είναι περισσότερο φιλικές προς τη λογική της αγοράς από ό,τι άλλες. Από τα στοιχεία του υπουργείου, φαίνεται πως όσα μεταπτυχιακά προγράμματα επικεντρώνονται στις οικονομικές σπουδές και στη διοίκηση επιχειρήσεων, έχουν τα πιο υψηλά δίδακτρα.

Για παράδειγμα, από τα 25 πιο ακριβά μεταπτυχιακά προγράμματα (από 7.000 ώς 15.000 ευρώ) τα 18 εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία. Τα υπόλοιπα 7 κατανέμονται σε αναμενόμενες σχολές (Ιατρική, Πληροφορική κ.λπ.), αλλά και 2 στις Παιδαγωγικές Σχολές.

Αυτό το τελευταίο μάς στρέφει στον ειδικό ρόλο που διαδραματίζει η ζήτηση για μεταπτυχιακές σπουδές. Τα προγράμματα που ελκύουν περισσότερους δεν είναι τα πιο έγκυρα ή τα πιο καινοτόμα, αλλά εκείνα που συνεισφέρουν κάτι στην εξεύρεση εργασίας – ζήτημα κρίσιμο για μια χώρα στην οποία η ανεργία των νέων ξεπερνά το 50%.

Τα εν λόγω δύο προγράμματα είναι τα μόνα των Παιδαγωγικών Σχολών που αυξάνουν την πιθανότητα εργασίας, καθώς επικεντρώνονται στην εκπαίδευση παιδιών με ειδικές ανάγκες, ειδίκευση για την οποία ανοίγουν θέσεις στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.

Παρά τις διαφοροποιήσεις όμως, η γενική τάση παραμένει σταθερή: Ολοένα και περισσότερα τμήματα εισάγουν δίδακτρα στα μεταπτυχιακά τους προγράμματα, καθώς ολοένα και περισσότεροι καθηγητές συναινούν προς την κατεύθυνση αυτή – ιδιαίτερα ύστερα από τις μισθολογικές μειώσεις των τελευταίων ετών. Πράγματι κατά τα πέντε χρόνια της οικονομικής κρίσης οι μισθοί των καθηγητών μειώθηκαν κατά 30% περίπου.

Αν κρίνουμε από το γεγονός ότι περισσότερο από το 60% των διαθέσιμων διδάκτρων μετατρέπεται σε αμοιβές των διδασκόντων, είναι προφανές ότι αρκετοί καθηγητές συναίνεσαν στα δίδακτρα υπό την πίεση των οικονομικών τους δυσκολιών.

Η ύπαρξη, βεβαίως, εξωφρενικών αμοιβών σε ορισμένες (λιγοστές) περιπτώσεις φανερώνει πως κάποιοι από αυτούς είδαν στην αυξημένη ζήτηση για μεταπτυχιακές σπουδές μια ευκαιρία πλουτισμού. Αθέμιτου πλουτισμού, εφόσον αμείβονται επιπλέον για να κάνουν τη δουλειά για την οποία ήδη μισθοδοτούνται – διότι τα μεταπτυχιακά προγράμματα είναι (πρέπει να είναι) οργανικό μέρος των εκπαιδευτικών λειτουργιών κάθε πανεπιστημιακού τμήματος.

Οι αξιακές προτροπές, ωστόσο, μοιάζουν (και είναι) ανίσχυρες μπρος στην πραγματικότητα που διαμορφώνει η ολοένα και μεγαλύτερη ζήτηση. Αψευδής μάρτυς η ευρωστία του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου και η άνθηση των ιδιωτικών Πανεπιστημίων της Κύπρου.

Αν στην πρώτη περίπτωση το αρνητικό σκέλος (η ύπαρξη διδάκτρων) συμψηφίζεται με το θετικό (την ευκαιρία σε εργαζομένους να κάνουν αξιόπιστες σπουδές), στη δεύτερη δεν έχουμε παρά μια βιομηχανία μεταπτυχιακών «του Σαββατοκύριακου», τα αμφιβόλου ποιότητος προϊόντα της οποίας το ελληνικό κράτος αναγκάζεται (;) να αναγνωρίσει εξαιτίας των διακρατικών συμφωνιών.

Σε αυτό το σύνθετο τοπίο (περισσότερο σύνθετο και αντιφατικό απ’ όσο εμφανίζεται σε τούτη τη σύντομη περιγραφή) φαίνεται πως θα δοκιμάσει να παρέμβει το υπουργείο της Παιδείας θεσπίζοντας μια σειρά από κανόνες, οι οποίοι, αν κρίνουμε από τις δημόσιες δηλώσεις, θα θέσουν πλαφόν στο ύψος των διδάκτρων και στις αμοιβές των καθηγητών.

Θα επιχειρήσουν να ρυθμίσουν, δηλαδή, και να εξορθολογίσουν το άναρχο τοπίο που έχει διαμορφωθεί κατά την τελευταία εικοσαετία, μα δεν θα πλήξουν ουσιωδώς τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία και πολιτική στην οποία αυτό το τοπίο εδράζεται. Δεν είναι μόνον οι περιορισμοί που θέτει πλέον η ίδια η διαμορφωμένη πραγματικότητα.

Ούτε μόνον η αδυναμία του χρεωμένου να αντισταθεί αποτελεσματικά στις πιέσεις των πιστωτών του – διότι είναι προφανές πως ούτε η εκπαιδευτική πολιτική ασκείται ερήμην της τρόικας.

Είναι πρωτίστως η αμήχανη διαπίστωση πως ο νεοφιλελευθερισμός δεν έχει απλώς αναδομήσει την κοινωνία και τους θεσμούς μας· δεν έχει απλώς εμπλέξει όλους μας σε πολλαπλές θεσμικές σχέσεις και εξαρτήσεις· έχει κυρίως υπονομεύσει αυτή καθ’ εαυτήν την ικανότητά μας να σκεφτόμαστε και να δρούμε εναλλακτικά. Απαισιόδοξη, αναμφιβόλως, εικόνα.

Ως ελάχιστο αντίβαρο, ας ακουμπήσουμε στην πλευρά της αισιοδοξίας, την πεποίθηση πως η όποια εναλλακτική πρόταση δεν μπορεί παρά να αναδυθεί μέσα από την υπάρχουσα πραγματικότητα.

Πηγή: Χάτης Αθανασιάδης - Εφημερίδα των Συντακτών

 

Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα

Σχολεία: Αλλάζουν οι ώρες αποχώρησης των μαθητών

Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με μόνο 65Є εγγραφή - έως 24 Απριλίου

Μοριοδοτούμενο σεμινάριο Ειδικής Αγωγής (ΕΛΜΕΠΑ) με μόνο 50Є εγγραφή- αιτήσεις ως 24/4

2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη

Proficiency και Lower μόνο 95 ευρώ σε 2 μόνο ημέρες στα χέρια σας (ΧΩΡΙΣ προφορικά, ΧΩΡΙΣ έκθεση!)

ΕΥΚΟΛΕΣ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ και ΙΤΑΛΙΚΩΝ για εκπαιδευτικούς - Πάρτε τις άμεσα

Google news logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Google News Viber logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Viber

σχετικά άρθρα