Thumbnail
Κινηματογραφικό θέμα με βαθύτερες διαστάσεις

1.Εισαγωγή. Η σημασία των κινηματογραφικών ταινιών:  Οι κινηματογραφικές ταινίες δεν είναι μια αμελητέα υπόθεση στον επικοινωνιακό τομέα. Ο κινηματογράφος δεν είναι αποκομμένος από την ζωή.  Όποιος αμφισβητεί τις υπαρκτές σχέσεις  αμφίπλευρης αντανάκλασης, διασύνδεσης και αλληλεπίδρασης μεταξύ αληθινής ζωής και κινηματογραφικού σεναρίου κάνει λάθος. Οι επιστημονικοί κλπ κλάδοι, που χρησιμοποιούν  αναλύσεις ταινιών, ως πολύτιμα και ολοένα πιο αξιόπιστα μεθοδολογικά εργαλεία, διαρκώς αυξάνονται. Κινηματογραφική μυθοπλασία και πραγματική ζωή αντιγράφουν η μία την άλλη, αλληλοσυμπληρώνονται, συμπλέκονται μεταξύ τους κατά τρόπο αξιόλογο. Μπορεί η μία να δανείζει ή να δανείζεται από την άλλη. Μπορεί η μια να διδάσκει ή να εμπνέει την άλλη. Ο κινηματογράφος μπορεί να εκφράζει πολύ εύστοχα τον αληθινό κόσμο γύρω από τον άνθρωπο και να κάνει τον ίδιο άνθρωπο να σκέπτεται, να καταλαβαίνει και να συνειδητοποιεί καλύτερα. Κοινωνικά χαρακτηριστικά και εθνικά γνωρίσματα, συλλογικές και ιστορικές μνήμες συχνά αναδύονται ή αναδεικνύονται μέσα από ταινίες. Συνεπώς όποιος σκεφτεί διαβάζοντας το παρόν: «μα είναι καλά ο άνθρωπος, κάθεται και γράφει όλα αυτά με αφορμή μια απλή ταινία ;» θα έχει σκεφτεί βιαστικά και πρόχειρα.

 

2.Η ταινία «Λευκός Τίγρης» και το μήνυμα της: Όταν είδα την αρκούντως  «ατμοσφαιρική» (για να χρησιμοποιήσω και μια φράση του συρμού) ταινία του σκηνοθέτη Karen Shakhnazarov  δεν γνώριζα πότε είχε γυριστεί. Παρά την εμφανή επιφανειακή κατάταξη της στον χώρο των πολεμικών ταινιών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεν έμοιαζε με τις γνωστές ηρωικές  προπαγανδιστικές μεταπολεμικές σοβιετικές ταινίες. Άλλωστε και τα τεχνικά της χαρακτηριστικά ήταν διαφορετικά.

 Όταν έψαξα περισσότερο διαπίστωσα με έκπληξη πως ήταν ταινία πολύ πρόσφατη. Είχε γυριστεί το 2012 που είχε μάλιστα προταθεί επίσημα από την Ρωσία για το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας έτους 2013. 

Νομίζω ότι το γεγονός αυτό, δηλαδή ότι η ταινία, ως δημιούργημα, είναι χρονολογικά  τόσο σύγχρονη θα έλεγα ότι αποτελεί το πιο σημαντικό στοιχείο, αυτό που πρέπει να κρατούμε συνεχώς στο μυαλό μας.

Μολονότι η ταινία έχει αφετηρία το παρελθόν είναι σαφές ότι σημαδεύει το μέλλον και πετυχαίνει το παρόν (όπως λέει και το τραγούδι του Θηβαίου).  

Η ταινία δεν περιορίζεται σε μια απλή ιστορική αναδρομή, σε μια υπενθύμιση ή αποτίμηση της ρωσικής προσφοράς στη μάχη κατά του φασισμού. Εκείνο που επιδιώκει είναι να εκπέμψει ένα επίκαιρο προειδοποιητικό μήνυμα, τόσο σε εσωτερικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, σχετικά με το πώς αισθάνονται και αντιλαμβάνεται η Ρωσία την σημερινή εποχή και την διεθνή πολιτική σκηνή.

Το μήνυμα αυτό μάλιστα αποδείχθηκε ήδη προφητικό, καθώς δύο χρόνια μετά την ταινία ακολούθησε η προσάρτηση της Κριμαίας, ένα γεγονός πίσω από την οποίο βρίσκεται το πνευματικός και πολιτικός άξονας της ταινίας, αυτός που απλουστευμένα μπορεί να συνοψιστεί στο παρακάτω συμπέρασμα:

Η Ρωσία πιστεύει ότι αποτελεί στόχο γιατί είναι- κυρίως ιστορικά και πολιτισμικά- διαφορετική και ως εκ τούτου πρέπει είναι έτοιμη να αντισταθεί στην απειλή του φαινομένου αυτού, που η ίδια θεωρεί φασιστικό κίνδυνο νέου τύπου.

Το μήνυμα που εκπέμπεται με αποδέκτη την Ευρώπη και την Δύση γενικότερα είναι καθαρό και αποδεικνύει πως αυτά που αποκαλούμε συχνά και εύκολα, με ένα υποτιμητικό και περιφρονητικό τρόπο, «στερεότυπα» μπορεί στην πραγματικότητα όχι μόνο να είναι πανίσχυρα, αλλά- το κυριότερο- και βάσιμα.

Εκείνο που προκαλεί εντύπωση στην ταινία είναι το πόσο ξεκάθαρο και έντονο είναι το μήνυμα της. Η Ρωσία ούτε λίγο ούτε πολύ φαίνεται να διακηρύσσει πως προετοιμάζεται για πόλεμο, ένα πόλεμο που πιθανότατα έχει ήδη αρχίσει με κάποιες μορφές και σε κάποια επίπεδα (π.χ. οικονομικό) χωρίς να έχει γενικευθεί επίσημα με απόλυτα εμφανή τρόπο. Ο πόλεμος αυτός αναμένεται να εξελιχθεί και κλιμακωθεί τα προσεχή χρόνια, χωρίς να αποκλείεται κάποτε ακόμη και να προσλάβει την αποτροπιαστική κυριολεκτική του μορφή.

Για την Ρωσία δεν υπάρχουν μόνο λόγοι ασφάλειας  εθνικής, πολιτικής, στρατιωτικής ή οικονομικής φύσης. Δεν είναι μόνο το πολεμικό ιστορικό των επιθέσεων και εισβολών που έχει υποστεί. Υπάρχουν και σημαντικοί πολιτισμικοί λόγοι. Είναι φανερό- και η ταινία το επιβεβαιώνει- πως η Ρωσία διαφέρει πολιτισμικά από την Ευρώπη. Αυτό σημαίνει πως δεν είναι διατεθειμένη να ανεχθεί αμαχητί ούτε ακόμη και μια οποιαδήποτε απόπειρα επικράτησης στην χώρα του -κατά τους Ρώσους- παρακμιακού, ανήθικου δυτικού νεοφιλελεύθερου πολιτισμικού μοντέλου και της ισοπεδωτικής επιρροής του, που οδηγεί στον εκφυλισμό αξιών, παραδοσιακά συνυφασμένων με την ρώσικη ψυχοσύνθεση.

 

3. Μια απαραίτητη περιληπτική περιγραφή της υπόθεσης της ταινίας: Αν και δεν είμαι κινηματογραφικός κριτικός, παρόλα θεωρώ την συγκεκριμένη ενότητα επιβεβλημένη για όσους αναγνώστες δεν έχουν δει την ταινία. Άλλωστε φαντάζομαι ότι αυτοί θα είναι και οι περισσότεροι, αν κρίνω από τις επικρατούσες στην χώρα μας συνθήκες κινηματογραφικής διανομής.  

Η ταινία αρχίζει σε ένα τοπίο, που έχει αποτελέσει πεδίο μιας προ ολίγου λήξασας μάχης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ένας στρατιώτης ή υπαξιωματικός (δεν είναι ξεκάθαρο) χειριστής ενός ρωσικού τεθωρακισμένου βρίσκεται ζωντανός μέσα στο κουφάρι ενός κατεστραμμένου τανκ, με τα χέρια κολλημένα στο χειριστήριο. Αρχικά θεωρείται νεκρός, αφού είναι καμένος παντού, από την κορυφή ως τα νύχια. Όμως τελικά διαπιστώνεται πως δεν έχει πεθάνει οριστικά, αλλά είναι ετοιμοθάνατος.

Το ποσοστό εγκαυμάτων του υπερβαίνει το 90%. Οι πάντες, γιατροί και νοσοκόμες, απόλυτα εύλογα, περιμένουν να πεθάνει μέσα σε ελάχιστες ώρες.

Αντί όμως να συμβεί το αναμενόμενο, προς γενική κατάπληξη, ο στρατιώτης αναρρώνει εντυπωσιακά και μυστηριωδώς σε χρόνο ρεκόρ. Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι αναρρώνει πλήρως, δηλαδή δεν έχει μείνει πουθενά στο πρόσωπο ή στο σώμα του ίχνος ουλής.

Ο στρατιώτης θυμάται τα πάντα γύρω από τον πόλεμο, αλλά δεν θυμάται τίποτε από την προσωπική του ζωή, ούτε καν το όνομα του. Οι υπόλοιποι τον βαφτίζουν Ιβάν Ναιντένοφ, που σημαίνει «αυτός που βρέθηκε», όνομα το οποίο και ο ίδιος αποδέχεται ευχαρίστως χωρίς κανένα πρόβλημα.

Αμέσως μόλις ολοκληρώνεται η θαυματουργή ανάρρωση του η μόνη έγνοια του Ναιντένοφ είναι η αντιμετώπιση και εξόντωση ενός επίσης μυστηριώδους ξεχωριστού, πανίσχυρου και ανίκητου γερμανικού τανκ, του «Λευκού Τίγρη», το οποίο εμφανίζεται και εξαφανίζεται σαν φάντασμα και κατατροπώνει τα ρωσικά τανκς. Το τανκ αυτό, άλλωστε, ήταν υπεύθυνο για τον παρ’ ολίγον θάνατο του Ιβάν, που είναι ο μόνος που το έχει δει από κοντά και το έχει αντιμετωπίσει.

Κανένας από τους Ρώσους, πέρα από τον Ιβάν δεν είναι βέβαιος για την ύπαρξη του «Λευκού Τίγρη». Οι περισσότεροι θεωρούν τον Ναιντένοφ διαταραγμένο και αναξιόπιστο, λόγω αυτών που πέρασε.

Ακόμη και όσοι Γερμανοί έχουν ακούσει κάτι για τον «Λευκό Τίγρη» δεν είναι σίγουροι αν το συγκεκριμένο γερμανικό τανκ όντως υπάρχει ή αν ανήκει στην σφαίρα της φαντασίας, του μύθου ή του θρύλου. Κάποιοι όμως Γερμανοί αξιωματικοί   θέλουν να πιστεύουν ότι υπάρχει (ή ότι πρέπει να υπάρχει), έστω και αν δεν έχουν στοιχεία για να το τεκμηριώσουν. Η άποψη τους συνδέεται με την προσήλωση τους στην υπεροχή του γερμανικού μαχητικού πνεύματος, το οποίο είναι κατ’ αυτούς λογικό να ενσαρκώνεται σε ένα τέτοιο τανκ (εδώ φαίνεται ότι και οι Γερμανοί επιστρέφουν στις μεταφυσικές εθνικιστικές μυθολογικές ρίζες τους)

Στην εξέλιξη του έργου ένας Ρώσος ταγματάρχης (στο τέλος του έργου έχει προβιβαστεί σε συνταγματάρχη) ο Φεντότοφ αρχίζει να ασχολείται σοβαρά με τα λεγόμενα του Ναιντένοφ και αποφασίζει να διερευνήσει περισσότερο την υπόθεση. Έτσι αναθέτει σ’ αυτόν, λόγω της εμπειρίας του, να βρει και εξοντώσει τον «Λευκό Τίγρη» αν φυσικά υπάρχει. Προκειμένου μάλιστα να τον βοηθήσει να πετύχει τον επιδιωκόμενο στόχο, φροντίζει να του παρασχεθεί ένα ειδικά αναβαθμισμένο τανκ διαφορετικό και πολύ ικανότερο από τα υπόλοιπα κανονικά του Ρωσικού στρατού, ώστε να μπορέσει να αντιπαρατεθεί επιτυχώς πολεμικά απέναντι στον «Λευκό Τίγρη».

Στο μεταξύ ο «Λευκός Τίγρης» εξακολουθεί να αιφνιδιάζει και να καταστρέφει. Κάποια στιγμή θα βρεθεί σε ένα πολεμικό τετ-α-τετ με το τανκ του Ναιντένοφ. Εκεί το γερμανικό τανκ θα πληγεί για πρώτη φορά και μάλιστα σοβαρά, αλλά δεν θα καταστραφεί. Στη συνέχεια θα εξαφανιστεί κατά τον προσφιλή τρόπο του.

Ο Φεντότοφ έχει πλέον πειστεί απόλυτα για την παρουσία του «Λευκού Τίγρη». Η πλειοψηφία όμως των συμπατριωτών του εξακολουθεί να μην ασχολείται σοβαρά με το θέμα και να θεωρεί ανυπόστατα μυθεύματα τα περί «Λευκού Τίγρη».

Πλησιάζοντας προς το τέλος του το φιλμ δείχνει την λήξη του πολέμου και την παράδοση των ηττημένων και απογοητευμένων Γερμανών στους Ρώσους. Μέσα στο κλίμα γενικής ικανοποίησης και χαλάρωσης που επικρατεί στο στρατόπεδο των νικητών η μόνη παραφωνία είναι ο ανικανοποίητος Ναιντένοφ, ο οποίος δεν ησυχάζει.

Όταν ο Φεντότοφ, ξέγνοιαστος πια, τον καλεί να χαρεί επιτέλους τον νικηφόρο τερματισμό του πολέμου ο Ιβάν αποκρίνεται πως δεν μπορεί να ηρεμήσει, εφόσον ο «Λευκός Τίγρης» δεν έχει εξοντωθεί οριστικά, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει, να κρύβεται και να παραμονεύει για την επόμενη καταστροφική επανεμφάνιση του, που μπορεί, όπως λέει ο Ιβάν, να αργήσει πολλά χρόνια, αλλά θα πραγματοποιηθεί οπωσδήποτε και αναπόφευκτα.

Για τον Ναιντένοφ ο μόνος τρόπος που υπάρχει προκειμένου να τερματιστεί και να κερδηθεί οριστικά ο πόλεμος είναι να εξοντωθεί ολοσχερώς ο «λευκός τίγρης», κάτι που εξακολουθεί να θεωρεί ότι αποτελεί αποστολή του. Μόνο τότε θα ησυχάσει ο ίδιος.  Μέχρι τότε δηλώνει πως θα βρίσκεται σε συνεχή εγρήγορση και επαγρύπνηση.  

Η τελευταία σκηνή της ταινίας αιφνιδιάζει. Με έναν απροσδόκητο και φαινομενικά ασύνδετο τρόπο παρουσιάζει τον Χίτλερ σε μια συνομιλία του με ένα άγνωστο (ιστορικό ή δημοσιογράφο ή όποιον άλλο φανταστεί καθένας) κατά την οποία επιχειρεί να δικαιολογήσει τις πράξεις του και να καταδείξει πόσο υποκριτικές είναι οι εναντίον του κατηγορίες.

 

4. Ρωσία εναντίον «Γερμανικής Ευρώπης». Νοήματα, αλληγορίες και συμβολισμοί: Οι αλληγορίες, οι συμβολισμοί και οι μεταφυσικές ή μεταφορικές παρεμβολές που περιέχει η ταινία δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερες δυσκολίες ή περιπλοκές, όπως αυτές που χαρακτηρίζουν, για παράδειγμα, τις ταινίες του Ταρκόφσκι. Μάλιστα η καθαρότητα και σαφήνεια τους πολλές φορές είναι τόσο έντονες, που θα μπορούσε κανείς ακόμη και να αμφισβητήσει την ανάγκη τόσο εκτεταμένης χρήσης τέτοιων τεχνικών νοηματικής μετάδοσης.

Κάποιοι ίσως βιαστούν να χαρακτηρίσουν το έργο χονδρικά ως μια απομίμηση της αλληγορίας του «Μόμπι Ντικ» του Χέρμαν Μέλβιλ, με μόνη διαφορά πως  την θέση της λευκής φάλαινας έχει πάρει εδώ το λευκό τανκ.

Δεν νομίζω όμως ότι το συγκεκριμένο φιλμ αποτελεί τέτοια περίπτωση, δηλαδή ότι αναφέρεται στον ψυχωτικό πόλεμο και στην εσωτερική υπαρξιακή πάλη της ανθρώπινης ύπαρξης με τις εμμονές, τους φόβους, τις ανησυχίες και τις προκαταλήψεις της. Πρόκειται για κάτι διαφορετικό, που ανήκει στην ευρύτερη δημόσια σφαίρα.

Όσον αφορά το λευκό χρώμα του τανκ θα μπορούσα να βρω περισσότερες ομοιότητες  με την λευκή αμφίεση των ψυχρών Τευτόνων, προγόνων των Γερμανών στον «Αλέξανδρο Νιέφσκι» του Αιζενστάιν. 

Ο Ναιντένοφ είναι ο απλός ανώνυμος Ρώσος, δηλαδή ο Ρωσικός λαός. Αυτό υποδηλώνει και το κοινότατο μικρό του όνομα Ivan. Ο καθένας στη Ρωσία μπορεί να λέγεται Ivan. Το επώνυμο του (Ναιντένοφ) υποδηλώνει πως πάντοτε θα «βρίσκεται» εκεί που πρέπει την κρίσιμη στιγμή και δεν θα απουσιάζει. Το γεγονός ότι δεν θυμάται τίποτε για τον εαυτό του, αλλά θυμάται τα πάντα για τον πόλεμο, παρά τον  τραυματισμό του, φανερώνει πως αυτό που έχει την μεγαλύτερη σημασία είναι η πατρίδα και το σύνολο και όχι το κάθε άτομο. Κατά την διάρκεια της ταινίας ο θεατής δεν μαθαίνει ποτέ το παραμικρό για το παρελθόν και την ταυτότητα του Ιβαν.  

Για την ταινία δεν έχουν σημασία τα άτομα μεμονωμένα, οι πρωταγωνιστές και οι προσωπικές ιστορίες τους, αλλά μόνον ο αγώνας εναντίον του «Λευκού Τίγρη».

Για τον σκηνοθέτη η συγκεκριμένη προσέγγιση αποτελεί ένα τρόπο για να τονίσει πως η εθνικιστική συλλογικότητα των Ρώσων πρέπει να σταθεί απέναντι στο ιδιοτελές και ανάλγητο πνεύμα ατομικότητας του δυτικού κόσμου.

Η ταινία φαίνεται να μιλάει για την περίφημη «Ρώσικη ψυχή», αυτή που αντιστάθηκε στον φασισμό του Χίτλερ, αυτή που εμπόδισε τον επεκτατισμό του Ναπολέοντα, αυτή που θα είναι πάντα εκεί, παρούσα, όταν πρέπει, προκειμένου να αντισταθεί και πάλι σε κάθε είδους απόπειρα επιβολής δυνάμεων ολοκληρωτισμού, που θα επιδιώκουν ευρύτατη και παντοειδή επέκταση, καθολική κυριαρχία και απόλυτη ηγεμονία, σαν κι αυτήν που επιδιώκεται σήμερα στην σύγχρονη Ευρώπη.

Η ταχύτατη ανάρρωση του Ναιντένοφ υποδηλώνει την ικανότητα της Ρωσίας να θεραπεύεται και να ξαναγεννιέται μέσα από την τέφρα της, Ακόμη και όταν δεν φαίνεται πλέον πανίσχυρη και ακμαία (όπως σήμερα, καλή ώρα) είναι σε θέση να ανατρέψει δυσοίωνα προγνωστικά και να νικήσει.

Επί πλέον η ανεξήγητη ανάρρωση του προσδίδει στην ταινία το μεταφυσικό και θαυματουργικό στοιχείο, που χαρακτηρίζει την ορθόδοξη πίστη, αυτή που δεν εγκατέλειψε ποτέ τον Ρώσο πολίτη και τον κάνει να ξεχωρίζει από τον δυτικό άνθρωπο και ιδιαίτερα από τον προτεστάντη Ευρωπαίο. 

Η οριοθέτηση της αντιπαλότητας στο φιλμ είναι συγκεκριμένη ποιοτικά όσο και γεωπολιτικά. Ο αντίπαλος και σήμερα είναι ο ίδιος. Δεν έχει αλλάξει. Είναι το νέο πολύπλευρο φασιστικό πνεύμα, που εξαπλώνεται στην Ευρώπη. Ειδικότερα στο στόχαστρο της ταινίας φαίνεται να είναι η νεοφιλελεύθερη αυταρχική Γερμανική Ευρώπη, που καθοδηγεί και ελέγχει τους γείτονες της Ρωσίας. Η Γερμανία αποτελεί την ηγέτιδα δύναμη αυτής της Ευρώπης, η οποία μοιάζει να αποτελεί την σύγχρονη προέκταση της μυθικής Γερμανικής «Εσπερίας». Δεν λείπουν άλλωστε και παρεμπίπτουσες αναφορές στην ταινία σε χώρες που θεωρούνται ακόμη και σήμερα σχεδόν γερμανικοί δορυφόροι, όπως η Ουγγαρία.

Στην ταινία η μόνιμη μουσική υπόκρουση από την εισαγωγή του Τανχώυζερ του Βάγκνερ, σε κάθε ευκαιρία και ιδίως όταν εμφανίζεται ο «Λευκός Τίγρης» μιλά από μόνη της. Ο Βάγκνερ προηγείται χρονολογικά του Χίτλερ και δεν παραπέμπει σε αυτόν. Η μουσική του είναι απόλυτα συνδεδεμένη με την Γερμανία και τον γερμανικό εθνικισμό και επεκτατισμό, που επιζητούσε να βρει τον «ζωτικό χώρο» πάντοτε ανατολικά.

Άλλωστε Γερμανοί και Ρώσοι γνωρίζουν καλά ο ένας τον άλλο μέσα από μακροχρόνιες ιστορικές διαδρομές. Από την εποχή του Μέγα Πέτρου και τις τσαρικές αυλές, κάθε απόπειρα εκσυγχρονισμού και εξευρωπαισμού της Ρωσίας είχε ως προνομιακό επίκεντρο πρόσκλησης και στελέχωσης των ρωσικών υπηρεσιών από Γερμανούς αξιωματούχους, γιατρούς, δασκάλους κλπ ακόμη και αγρότες (!). Οι αναμνήσεις από αυτήν την συνεργασία κάθε άλλο παρά ευχάριστες υπήρξαν για τους Ρώσους. Μάλιστα ο Ντοστογιέφσκι στον «Παίκτη» αφιερώνει ένα εκτενές απόσπασμα του έργου του στην παράθεση μιας σειράς από λόγους για τους οποίους το μόνο που δεν θα ήθελε στη ζωή του είναι να γίνει σαν τους Γερμανούς.

Πολλοί μπορεί να σπεύσουν να αντικρούσουν και να υποβαθμίσουν την τοποθέτηση της ταινίας ως υπερβολική. Επίσης πολλοί μπορεί θα απορρίψουν την ανάλυση ως αβάσιμη. Και στις δύο περιπτώσεις το κύριο επιχείρημα θα ήταν ότι μέχρι πρόσφατα Ρωσία και Γερμανία αποτελούσαν πολύ καλούς εμπορικούς και οικονομικούς συνεργάτες, παραμερίζοντας τις διαφορές τους. Ακόμη περισσότεροι μπορεί να είναι αυτοί που προβλέπουν πως είναι θέμα χρόνου να αποκαταστήσουν τις σχέσεις τους Ρωσία και Γερμανία, λόγω των κοινών οικονομικών συμφερόντων συνεργασίας τους.

Για όλους αυτούς τα οικονομικά συμφέροντα είναι πάντοτε τα πρωτεύοντα και πιο καθοριστικά στην πολιτική και στην ζωή. Είναι όμως έτσι ;  Μήπως η διαφημισθείσα ως συμπαγέστατη πολιτική συμφωνία Ribbentrop-Molotov μεταξύ Ρώσων και Γερμανών στάθηκε ικανή να αποτρέψει την μετά από πολύ σύντομο χρονικό διάστημα αγριότατη πολεμική σύγκρουση μεταξύ των δύο χωρών στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο  ;  

Άλλωστε η ταινία έγινε το 2012 όταν Γερμανία και Ρωσία ήταν άριστοι συνέταιροι και φαινομενικά τίποτε δεν σκιάζε τις σχέσεις τους.  Παρόλα αυτά τα μηνύματα όμως της ταινίας υπήρχαν και τότε όπως και επί πολλά χρόνια, γιατί προέρχονται από σκέψεις, συναισθήματα και διαθέσεις, που επίσης υπήρχαν τότε, αλλά συνεχίζουν να υπάρχουν και σήμερα στην Ρωσία. Και τούτο γιατί η εικόνα της Γερμανικής Ευρώπης ήταν καθαρή πριν από τρία χρόνια και δεν διέφερε ούτε διαφέρει σε τίποτε από την σημερινή.

Η ταινία αφήνει να εννοηθεί σαφώς πως υπάρχουν μεταξύ λαών (ή και εθνών, αν θέλετε) κάποια στοιχεία που συχνά στην θεωρία υποβαθμίζονται, πλην όμως στην πράξη είναι πολύ ισχυρά, διαρκή και ανθεκτικά, ακριβώς γιατί είναι πολύ διαφορετικά. Τα στοιχεία αυτά είναι πολιτισμικής φύσης και  δεν επιτρέπουν την οικοδόμηση σχέσεων πραγματικής εμπιστοσύνης. Όταν το ρήγμα είναι πολιτισμικό είναι πολύ βαθύ και σχεδόν αγεφύρωτο, ιδίως όταν η τυχόν γεφύρωση που επιχειρείται είναι τεχνητή, αυθαίρετη και μονομερής.

Ο «Λευκός Τίγρης» στην ταινία δεν είναι απλώς το σύμβολο του φασισμού, αλλά του εν γένει γερμανικού ηγεμονικού και επεκτατικού πνεύματος. Δεν είναι τυχαίο ότι επιλέχθηκε για την θεματολογία της ταινίας το τανκ Tiger, που αποτελεί μια υπενθύμιση-απόδειξη της έμπρακτης συνεργασίας μεταξύ του Χίτλερ και του Πόρσε, μέλους του ναζιστικού κόμματος και των SS. Ακόμη και κάποια εξωτερικά σημεία πάνω στο γερμανικό τανκ παραπέμπουν στην παραγωγική προέλευση του και ως εκ τούτου στην συγκεκριμένη συνεργασία.

Με τον τρόπο αυτό υποδηλώνονται έμμεσα στο φιλμ οι κοινοί και άρρηκτοι διαχρονικοί δεσμοί μεταξύ αφενός μεν του επίσημου πολιτικού φασισμού και αφετέρου μιας σημαντικής μερίδας του επιχειρηματικού και επιστημονικού κόσμου. Η αγαστή αυτή συνεργασία άνθησε στην Γερμανία του Χίτλερ. Η ταινία παραπέμποντας στην εν λόγω συνεργασία θέλει παράλληλα να υπογραμμίσει ότι σήμερα, στην σύγχρονη μορφή καπιταλισμού, τα όρια νεοφιλελευθερισμού και φασισμού στην Ευρώπη είναι ουσιαστικά και πρακτικά πολύ δυσδιάκριτα, αν όχι ανύπαρκτα

Ένα σημείο που αξίζει ιδιαίτερης προσοχής είναι η ερμηνεία που δίνει ο πρωταγωνιστής στις εξαιρετικές επιδόσεις και στην αλάνθαστη αποτελεσματικότητα του «Λευκού Τίγρη». Ο «Λευκός Τίγρης» είναι ανίκητος και καταστρέφει τα πάντα γιατί το πλήρωμα του δεν αποτελείται από ζωντανούς ανθρώπους, αλλά από νεκρούς,  από νεκρές ψυχές. Για τον λόγο αυτό άλλωστε όταν ο «Λευκός Τίγρης» πλήττεται σοβαρά από το τανκ του Ιβάν δεν υπάρχει καμία αντίδραση από το πλήρωμα του τανκ που βρίσκεται στο εσωτερικό του, αντίθετα με ό, τι συνήθως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις. 

Με την μεταφορική αυτή προσέγγιση επιχειρείται, πέραν των άλλων, να καταδειχθεί η συναισθηματική απονέκρωση και γύμνια του σημερινού ανάλγητου και αδίστακτου δυτικού κοινωνικοοικονομικού και πολιτικού μοντέλου, για το οποίο ο ανθρώπινος παράγοντας υποτυπώδη ή ελάχιστο ρόλο παίζει.  Και εδώ, λοιπόν, υπεισέρχεται πάλι η πολιτισμικός και ψυχολογικός παράγοντας. Αυτό που ο Ρώσος Ντοστογιέφσκι θεωρεί ύψιστη αρετή δηλαδή την συμπόνια αποτελεί για πολλούς Γερμανούς συγγραφείς σοβαρή αδυναμία.

Η ταινία, φυσιολογικά, στέκεται ιδιαίτερα στο γεγονός ότι ο φασισμός διευκολύνεται από την παθητικότητα, τον εφησυχασμό, την αδιαφορία, την απραξία και αδράνεια μεγάλου μέρους του πληθυσμού.

Στο έργο οι περισσότεροι Ρώσοι, που βρίσκονται σε καίριες θέσεις αμφισβητούν την ύπαρξη του «Λευκού Τίγρη» και αμφιβάλλουν για τις δυνατότητες του. Η ταινία θέλει να επισημάνει πως στην εποχή μας η πλειοψηφία δεν έχει συνειδητοποιήσει την ύπαρξη και την απειλή του υπαρκτού φασισμού στην Ευρώπη. Ακόμη και ο ταγματάρχης, που είδε το λευκό τίγρη, με τα μάτια του, και κατάλαβε τι είναι ικανός να κάνει εμφανίζεται εφησυχασμένος στο τέλος του έργου μετά την νικηφόρα έκβαση του πολέμου και πεπεισμένος ότι ο «Λευκός Τίγρης» έχει εξαφανιστεί για πάντα. Η πρόσκληση της ταινίας για διαρκή εγρήγορση και συσπείρωση, ανεξάρτητα από τα διεθνή ακροατήρια, μοιάζει να έχει ακόμη πιο ειδικό αποδέκτη το εσωτερικό της χώρας: τους πολίτες και ιδίως την νεολαία.

Η εντελώς απρόοπτη παρουσία του Χίτλερ στην τελευταία σκηνή της ταινίας είναι ασφαλώς πολύ σημαντική. Καταρχάς ο Χίτλερ δεν εμφανίζεται φυσιογνωμικά ακριβώς όπως ήταν στο χρονικό διάστημα που έζησε, δηλαδή όπως τον κουβαλά η ανθρωπότητα στην ιστορική μνήμη της. Στην ταινία είναι ένας Χίτλερ εμφανώς γερασμένος.

Η εικόνα αυτή είναι σκόπιμη. Η ταινία θέλει να δείξει πως ο Χίτλερ, δηλαδή ο ίδιος ο φασισμός δεν πέθανε με το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, αλλά μακροημέρευσε και μακροημερεύει κατ’ απόλυτα φυσιολογικό τρόπο. Ο φασισμός επιβίωσε, παρά την ήττα του. Ακόμη και σήμερα ακόμη ζει εμφανίζεται κατά ένα περισσότερο ή λιγότερο φανερό τρόπο.

Ακόμη όμως πιο αξιοσημείωτος από την εικόνα του Χίτλερ στο φιλμ είναι ο λόγος του. Ο Χίτλερ κατηγορεί ευθέως την Ευρώπη και εν γένει την Δύση για υποκρισία, αφού θεωρεί πως το μόνο που ο ίδιος έκανε ήταν να ηγηθεί στην μετουσίωση σε πράξη της επιθυμίας της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ευρωπαίων, που δεν είναι άλλη από το να προκαλέσουν πόλεμο και να προσπαθήσουν να εξοντώσουν τους Ρώσους (όπως και τους Εβραίους).  

Κατά τον Χίτλερ (και την Γερμανία) ο πόλεμος κάθε μορφής είναι κάτι φυσιολογικό, αναγκαίο, κάτι το καθημερινό, κάτι που δεν έχει τέλος, είναι η ίδια ζωή.  Γίνεται παντού και πάντα (άρα και σήμερα) σε όλη την υδρόγειο.

Κι από τον πόλεμο αυτό, σύμφωνα με την λογική της ταινίας και την σύγχρονη πραγματικότητα που βιώνουμε, δεν μπορεί να εξαιρεθεί κάθε μορφή πολέμου όπως για παράδειγμα ο οικονομικός ή κοινωνικοοικονομικός πόλεμος, ο μεταναστευτικός κλπ, που στις δυτικές δημοκρατίες και όχι μόνο, έχει γίνει κανόνας και τρόπος ζωής  στην εποχή της παγκοσμιοποίησης.  

Ο πόλεμος βέβαια να είναι και πολιτισμικός. Στη ψυχή των Ρώσων δείχνει να έχει φωλιάσει το απόφθεγμα του Γερμανού Τόμας Μανν, που έχει ομολογήσει: «το να είσαι Γερμανός σημαίνει κουλτούρα, αλλά όχι πολιτισμό». 

 

                                                                   Θεολ. Μιχαηλίδης

Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα

Σχολεία: Αλλάζουν οι ώρες αποχώρησης των μαθητών

Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με μόνο 65Є εγγραφή - έως 26 Απριλίου

Μοριοδοτούμενο σεμινάριο Ειδικής Αγωγής (ΕΛΜΕΠΑ) με μόνο 50Є εγγραφή- αιτήσεις ως 26/4

2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη

Proficiency και Lower μόνο 95 ευρώ σε 2 μόνο ημέρες στα χέρια σας (ΧΩΡΙΣ προφορικά, ΧΩΡΙΣ έκθεση!)

ΕΥΚΟΛΕΣ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ και ΙΤΑΛΙΚΩΝ για εκπαιδευτικούς - Πάρτε τις άμεσα

Google news logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Google News Viber logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Viber

σχετικά άρθρα