Thumbnail
Κίνα

Δύο αποκαλυπτικές εκθέσεις για το πώς τα δύο «σύμμαχα» ιμπεριαλιστικά κέντρα αντιμετωπίζουν την επένδυση κινεζικών κεφαλαίων στο έδαφός τους

Ανησυχίες στη μια και στην άλλη άκρη του Ατλαντικού προκαλεί η επενδυτική φρενίτιδα της Κίνας, σε μια περίοδο που οι αναιμικοί ρυθμοί ανάπτυξης τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην ΕΕ αυξάνουν τις αβεβαιότητες για την πορεία των οικονομιών τους, ενώ οξύνεται ο ανταγωνισμός για την πρωτοκαθεδρία στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα, με τις ΗΠΑ να κινδυνεύουν με εκτοπισμό από την πρώτη θέση από την Κίνα.

Ενδεικτική ως προς αυτό είναι η Αναφορά της Επιτροπής Εξωτερικών Επενδύσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες (The Committee on Foreign Investment in the United States - CFIUS), που κατατέθηκε στις αρχές Ιούλη και στην οποία η Κίνα έχει πραγματικά «την τιμητική της». Η CFIUS αποτελείται μεταξύ άλλων από εννέα μέλη του αμερικανικού υπουργικού συμβουλίου και έργο της είναι «να βοηθά τον Πρόεδρο στην επίβλεψη των πτυχών εθνικής ασφάλειας των άμεσων ξένων επενδύσεων στην αμερικανική οικονομία».

«Η τρέχουσα συζήτηση στην CFIUS αντικατοπτρίζει τις μακροχρόνιες ανησυχίες σχετικά με τον αντίκτυπο των ξένων επενδύσεων στην (αμερικανική) οικονομία και τον ρόλο της οικονομίας ως συστατικού στοιχείου της εθνικής ασφάλειας», σημειώνει η έκθεση και σε ό,τι αφορά τις ξένες επενδύσεις στις ΗΠΑ, καταγράφει ως «πιο ενεργές χώρες προέλευσης» το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιαπωνία, η Ολλανδία, η Γερμανία, ο Καναδάς και η Ελβετία.

Αυτό που έχει όμως ιδιαίτερη σημασία είναι η επισήμανση της Επιτροπής ότι η Κίνα και άλλες «αναδυόμενες» (όπως χαρακτηρίζονται) οικονομίες διαδραματίζουν έναν αυξανόμενο ρόλο στην παγκόσμια οικονομία, μεταξύ άλλων μέσω των άμεσων ξένων επενδύσεων. «Για ορισμένους αναλυτές, αυτός ο αυξανόμενος ρόλος είναι μια θετική εξέλιξη, ενώ για άλλους παρουσιάζει μια πρόκληση οικονομικής και εθνικής ασφάλειας στις ΗΠΑ, οι οποίες ήταν ο κύριος αρχιτέκτονας της φιλελεύθερης διεθνούς οικονομικής τάξης», σημειώνει με έμφαση η έκθεση της Επιτροπής.
Μια σημαντική παράμετρος

Η βασικότερη ίσως παράμετρος προκύπτει από το εξής απόσπασμα της έκθεσης: «Η αυξανόμενη διεθνής παρουσία και επενδυτική δραστηριότητα των επιχειρήσεων που ανήκουν ή ελέγχονται από ξένες κυβερνήσεις, που μερικές φορές αναφέρονται ως κρατικές επιχειρήσεις, εγείρουν ανησυχίες για τις οικονομικές συνέπειες και τις συνέπειες για την ασφάλεια αυτών των επιχειρήσεων. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, εκτιμάται ότι το 22% των 100 μεγαλύτερων επιχειρήσεων παγκοσμίως είναι πλέον υπό τον έλεγχο του κράτους, το υψηλότερο ποσοστό εδώ και δεκαετίες».

«Αυτός ο αριθμός ενισχύθηκε από την ανάπτυξη κινεζικών επιχειρηματικών φορέων», τονίζει η έκθεση και επισημαίνει την «ανησυχία» «για το γεγονός ότι ορισμένες κυβερνήσεις παρέχουν προτιμησιακή μεταχείριση στις κρατικές τους επιχειρήσεις, με τρόπους που μπορούν να μεταφέρουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις δραστηριότητές τους στο εξωτερικό και ενδέχεται να δημιουργήσουν αντι-ανταγωνιστικές επιπτώσεις στην παγκόσμια αγορά».

Συνεχίζοντας την ανάλυσή της, η έκθεση επεξηγεί: «Μια τέτοια σχέση, για παράδειγμα, μπορεί να προσφέρει στις επιχειρήσεις μεγαλύτερη προστασία στην εγχώρια αγορά από την οποία (σ.σ.: οι "προστατευόμενες" κρατικές επιχειρήσεις) μπορούν αναμφισβήτητα να αναπτύξουν ισχυρή ανταγωνιστική θέση, ή τους προσφέρει πρόσβαση σε όρους χρηματοδότησης κάτω από τις τιμές αγοράς, μέσω άλλων οντοτήτων που ελέγχονται από την κυβέρνηση, παρέχοντας στις επιχειρήσεις ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των επιχειρήσεων που υπόκεινται στις συνθήκες της αγοράς.

Αναμφισβήτητα, αυτές οι στενές συσχετίσεις μεταξύ επιχειρήσεων και κυβερνήσεων ενδέχεται να διαστρεβλώνουν τη διάκριση μεταξύ επιχειρήσεων που ασκούν οικονομικές δραστηριότητες αποκλειστικά για εμπορικούς λόγους και εκείνων που λειτουργούν με εντολή ξένης κυβέρνησης για την επίτευξη στόχου δημόσιας πολιτικής. Ως αποτέλεσμα, ορισμένοι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής εκφράζουν την ανησυχία τους για το γεγονός ότι οι κρατικές επιχειρήσεις ενδέχεται να συμμετέχουν σε ξένες επενδυτικές δραστηριότητες που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τους εθνικούς στόχους ασφαλείας».

Είναι φανερή η ανησυχία των ΗΠΑ για τη στήριξη που προσφέρει το κινεζικό κράτος στην ανάπτυξη και στην εξαγωγή κεφαλαίων από πολυεθνικούς κολοσσούς, στους οποίους έχει άμεση ή έμμεση συμμετοχή, εγείροντας ζητήματα «νόθευσης του ανταγωνισμού» από αμερικανικά μονοπώλια και κινδύνων για την «εθνική ασφάλεια» των ΗΠΑ, από την εξαγορά στρατηγικών επιχειρήσεων και υποδομών.

Βέβαια, πολιτική στήριξης των μονοπωλίων τους εφαρμόζουν τα κράτη σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο, με τα ίδια πάνω - κάτω εργαλεία (φοροαπαλλαγές, επιδοτήσεις, πρόσβαση σε φθηνό δανεισμό), με τη δημιουργία υποδομών, με τη χρήση ακόμα και στρατιωτικών μέσων, στον ανταγωνισμό για το μοίρασμα σφαιρών επιρροής και αγορών, και βέβαια με μέτρα που εντείνουν την εκμετάλλευση και χτυπάνε την τιμή της εργατικής δύναμης.
«Θέλουν να μας εκτοπίσουν»

Παραμένοντας στις σινο-αμερικανικές σχέσεις, η έκθεση παραπέμπει σε αναφορά που συνέταξε το Νοέμβρη του 2012 η λεγόμενη «Επιτροπή Οικονομικής Ανασκόπησης και Ασφάλειας ΗΠΑ - Κίνας», σχετικά με τις «δυνητικές οικονομικές στρεβλώσεις και ανησυχίες εθνικής ασφάλειας που προκύπτουν από την υποστηριζόμενη και διευθυνόμενη από το κράτος οικονομική ανάπτυξη της Κίνας».

Σ' εκείνη την αναφορά εκφραζόταν ανοιχτά ο φόβος ότι «κινεζικές εταιρείες που υποστηρίζονται από το κράτος επιλέγουν να επενδύσουν βάσει στρατηγικών και όχι βάσει κριτηρίων της αγοράς» και ταυτόχρονα «είναι απαλλαγμένες από περιορισμούς που επιβάλλουν οι δυνάμεις της αγοράς λόγω των γενναιόδωρων κρατικών επιδοτήσεων».

Η αναφορά του 2012 πρότεινε από τότε κάποια μέτρα ως «ασφαλιστικές» υποτίθεται δικλίδες, όπως να απαγορεύσουν επενδύσεις στις ΗΠΑ από μια ξένη επιχείρηση, η χώρα προέλευσης της οποίας απαγορεύει ξένες επενδύσεις στο έδαφός της στον ίδιο τομέα.

Η τωρινή έκθεση συμπληρώνει ότι παρά το «σχετικά μικρό μερίδιο» που για την ώρα ελέγχουν οι Κινέζοι στην αμερικανική αγορά, «οι ξένες επενδυτικές δραστηριότητες της Κίνας είναι μοναδικές, επειδή η Κίνα αποσκοπεί να εκτοπίσει τις ΗΠΑ σε βασικές βιομηχανίες χρησιμοποιώντας το μεγάλο μέγεθος της αγοράς της για να προωθήσει εγχώριους "πρωταθλητές" (σ.σ.: "domestic champions") που μπορούν να γίνουν παγκόσμιοι ηγέτες μέσω κρατικών επιδοτήσεων, πρόσβασης σε χαμηλού κόστους κεφάλαια και περιορισμών στην πρόσβαση στην αγορά της Κίνας για ξένες εταιρείες».

Σε αυτήν τη βάση, οι Αμερικανοί τονίζουν ότι «είναι ζωτικής σημασίας οι εξαγωγές, η ξένη ιδιοκτησία και οι συνεργασίες σε τομείς τεχνολογίας με ξένους φορείς να μη μετατραπούν σε αγωγούς για μεταφορές τεχνολογίας που θα διοχετεύσουν στοιχεία - κλειδιά, διευκολύνοντας μια ξένη στρατιωτική υπεροχή».
«Συστάσεις» στην κυβέρνηση Τραμπ

Η Επιτροπή καταλήγει σε «συστάσεις» προς την κυβέρνηση των ΗΠΑ να επιβάλει στον ιδιωτικό τομέα την ανάπτυξη και εφαρμογή μιας εθνικής στρατηγικής για την πρόληψη μεταφοράς «ευαίσθητης» τεχνολογίας στο εξωτερικό.

Στοιχείο αυτής της στρατηγικής είναι, μεταξύ άλλων, οι περιορισμοί σε επενδύσεις και εξαγορές εταιρειών των ΗΠΑ που κατέχουν τεχνολογίες οι οποίες από το υπουργείο Αμυνας χαρακτηρίζονται κρίσιμες για την εθνική ασφάλεια. Επίσης, η κυβέρνηση των ΗΠΑ να έχει την εξουσία περιορισμού ξένων επενδύσεων σε συγκεκριμένες τεχνολογίες για λόγους εθνικής ασφάλειας κ.ά.

Καθόλου συμπτωματικά, η Επιτροπή υπενθυμίζει στην αναφορά της τις περιπτώσεις όπου η αμερικανική κυβέρνηση έχει και στο παρελθόν εμποδίσει την ολοκλήρωση επενδύσεων, επικαλούμενη λόγους «εθνικής ασφάλειας»: «Ο Πρόεδρος Ομπάμα το 2012 εμπόδισε στην αμερικανική εταιρεία "Ralls Corporation", που ανήκει σε Κινέζους πολίτες, να αγοράσει μια αμερικανική εταιρεία παραγωγής αιολικής ενέργειας, που βρίσκεται κοντά σε εγκατάσταση του υπουργείου Αμυνας. Επίσης, εμπόδισε μια κινεζική επιχείρηση επενδύσεων το 2016 να αποκτήσει την "Aixtron", εταιρεία με έδρα τη Γερμανία και περιουσιακά στοιχεία στην Αμερική. Το 2017, ο Πρόεδρος Τραμπ εμπόδισε την εξαγορά της "Lattice Semiconductor Corp" από την κινεζική εταιρεία επενδύσεων "Canyon Bridge Capital Partners". Το 2018, εμπόδισε την εξαγορά της "Qualcomm" από την "Broadcom"».


«Δούρειος Ιππος» της Κίνας στην ευρωπαϊκή οικονομία;

Η πρωτοβουλία «16+1», οι αντιδράσεις της Γερμανίας και η «μεγάλη εικόνα»

Οι πρωθυπουργοί Κίνας και Βουλγαρίας στη Σόφια, στο περιθώριο της 7ης Συνόδου των «16+1»
Μια παρεμφερή εικόνα με τις ΗΠΑ, τηρουμένων των αναλογιών, καταγράφεται και σε ό,τι αφορά τις ανησυχίες ευρωπαϊκών κρατών και μονοπωλίων για την κινεζική διείσδυση στην ΕΕ, με βασικό «εργαλείο» το σχέδιο «One Belt - One Road» (ΟΒΟR), που ενισχύει τον γεωπολιτικό ρόλο της Κίνας στη Γηραιά Ηπειρο.

Μόλις τον περασμένο Ιούλη έγινε στη Σόφια της Βουλγαρίας η 7η Σύνοδος Κορυφής της πρωτοβουλίας «16+1», που έχει συγκροτηθεί με πρωτοβουλία της Κίνας από το 2012. Σ' αυτήν συμμετέχουν 16 χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης, διασφαλίζοντας στο Πεκίνο ακόμα πιο ενισχυμένα «κανάλια» διείσδυσης σε κρίσιμες γεωπολιτικά περιοχές.

Συγκεκριμένα, στην ομάδα «16+1» συμμετέχουν οι εξής χώρες - μέλη της ΕΕ: Βουλγαρία, Κροατία, Τσεχική Δημοκρατία, Εσθονία, Ουγγαρία, Λετονία, Λιθουανία, Πολωνία, Ρουμανία, Σλοβακία και Σλοβενία. Συμμετέχουν όμως και χώρες που δεν είναι ακόμα μέλη της ΕΕ, όπως: Αλβανία, Βοσνία - Ερζεγοβίνη, ΠΓΔΜ, Μαυροβούνιο και Σερβία.
Ανησυχία για τη «συνοχή της ΕΕ»

Οι Βρυξέλλες κεντρικά έχουν εκφράσει εδώ και καιρό τον προβληματισμό τους για την κινητικότητα που αναπτύσσει το Πεκίνο και την «αυτονομία» που διεκδικεί στην «αυλή» τους, στήνοντας «φόρμες» συνεργασίας εκτός ΕΕ.

Δεν είναι τυχαίες οι αναφορές σε ψηφίσματα του Ευρωκοινοβουλίου, για παράδειγμα το 2015, που καλούν τα μέλη της ΕΕ «να μιλούν με μία, κοινή φωνή με την κινεζική κυβέρνηση, στο πλαίσιο και του σημερινού διπλωματικού δυναμισμού της Κίνας». Στο ίδιο ψήφισμα, γίνεται ειδική αναφορά στην πρωτοβουλία «16+1», τονίζοντας ότι «δεν πρέπει να διαιρέσει την ΕΕ ή να αποδυναμώσει τη θέση της απέναντι στην Κίνα».

Ενδεικτικές είναι και οι επιφυλάξεις που επανειλημμένα έχει εκφράσει η Γερμανία, αντιλαμβανόμενη ότι η προέλαση της Κίνας στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα μεγαλώνει κατά πολύ την πίεση και εντός της ΕΕ, απειλώντας τα συμφέροντα των μονοπωλίων της.

Χαρακτηριστικές ως προς αυτό ήταν οι επισημάνσεις που είχε κάνει πέρυσι το φθινόπωρο ο τότε ΥΠΕΞ της Γερμανίας Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, εξηγώντας: «Αν δεν αναπτύξουμε μία πανευρωπαϊκή πολιτική σχετικά με την Κίνα, τότε η Κίνα θα έχει επιτυχία στη διάσπαση της Ευρώπης».

Αλλά και η Γερμανίδα καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ, σχολιάζοντας από το Βελιγράδι τις συναντήσεις των «16+1», είχε πει με νόημα ότι δεν βλέπει κάτι «εγγενώς λάθος» στο ρόλο που αναπτύσσει η Κίνα, π.χ. στην κατασκευή σιδηροδρομικών δικτύων στην περιοχή, αλλά είναι «ζήτημα μεγάλης αξίας» ότι «μέλη της ΕΕ που συμμετέχουν σε αυτήν την πρωτοβουλία εκπροσωπούν ταυτόχρονα και την κοινή μας εξωτερική πολιτική προς την Κίνα, γιατί διαφορετικά η ΕΕ θα διαιρούνταν και θα στρεφόταν ενάντια στον ίδιο της τον εαυτό...».
«Πρόκληση για τα συμφέροντα της Ευρώπης»

Τις ανησυχίες της ΕΕ και της Γερμανίας ειδικότερα, για τις κινήσεις της Κίνας, αντανακλά μελέτη του Ινστιτούτου «Global Public Policy Institute» («δεξαμενή σκέψης» με έδρα το Βερολίνο), που δημοσιεύτηκε το Φλεβάρη του 2018 με τίτλο «Απαντώντας στην αυξανόμενη πολιτική επιρροή της Κίνας στην Ευρώπη».

Στη μελέτη εκτιμάται ότι «η Κίνα επιδιώκει να αποδυναμώσει την ενότητα της Δύσης, και μέσα στην Ευρώπη και μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού». Ακόμα, ότι «το Πεκίνο προσπαθεί σκληρά να δημιουργήσει μια πιο θετική διεθνή αντίληψη για το πολιτικό και οικονομικό σύστημα της Κίνας ως βιώσιμη εναλλακτική στις φιλελεύθερες δημοκρατίες...».

Η επισήμανση αυτή δεν απέχει πολύ από την αναφορά στην έκθεση της Επιτροπής Εξωτερικών Επενδύσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες, ότι το «μοντέλο» της κρατικής στήριξης σε επιχειρηματικούς κολοσσούς, που ακολουθεί η Κίνα, είναι απειλή για τα ανταγωνιστικά μονοπώλια της Δύσης και, κατ' επέκταση, για το «φιλελεύθερο» σύστημα διακυβέρνησης.

Εδώ βέβαια, πέρα απ' όλα τα άλλα, η υποκρισία των Ευρωπαίων απογειώνεται, αφού οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής είναι κυρίαρχες στην Κίνα, ενώ από τις «φιλελεύθερες δημοκρατίες» της Δύσης δεν λείπουν ούτε ο αυταρχισμός σε βάρος των λαών, ούτε βέβαια τα μέτρα παρεμβατισμού στην οικονομία, που είναι η άλλη όψη της «ελεύθερης αγοράς», στην οποία όλοι ομνύουν.

«Οι κινεζικές προσπάθειες πολιτικής επιρροής αποτελούν πρόκληση για τις αξίες και τα συμφέροντα της Ευρώπης», αναφέρει στο ίδιο πνεύμα η μελέτη, και συνεχίζει με δραματικούς τόνους: «Η Κίνα δεν βρίσκεται απλά στις "πύλες της Ευρώπης", τις έχει ήδη διασχίσει... Τίθενται υπό αμφισβήτηση βασικές παραδοχές που υπήρχαν για το ρόλο της Ευρώπης στον κόσμο...».

Το Ινστιτούτο αναφέρει επίσης ότι τα τελευταία χρόνια αναδείχθηκε έντονα η προσπάθεια της Ρωσίας να ενισχύσει την επίδρασή της στη Δύση, αλλά «αντίθετα, η γοργά αυξανόμενη επιρροή της Κίνας στην Ευρώπη έγινε πολύ λιγότερο αντιληπτή. Εν μέρει, αυτό ίσως συνέβη επειδή οι προσπάθειες του Πεκίνου είναι λιγότερο "φανταχτερές"... Η Ευρώπη αγνοεί την επιρροή της Κίνας που αυξάνεται, θέτοντας την ίδια σε κίνδυνο, γιατί οι μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες προσπάθειες του Πεκίνου έχουν πολύ περισσότερες συνέπειες...

Συνολικά, σε αντίθεση με τη Ρωσία, η Κίνα ενδιαφέρεται για μια σταθερή - αν και εύθραυστη και κατακερματισμένη - ΕΕ και για τη μεγάλη και ενιαία ευρωπαϊκή κοινή αγορά που στηρίζει. Η ηγεσία του ΚΚ Κίνας έχει καταλήξει ότι, με την κατάλληλη "εξημέρωση", τμήματα της Ευρώπης μπορούν να φανούν χρήσιμα για την προώθηση των αυταρχικών του συμφερόντων. Πολιτικά, (η ΕΕ) γίνεται αντιληπτή ως ένα πιθανό αντίβαρο στις ΗΠΑ - το οποίο μάλιστα μπορεί να κινητοποιηθεί ακόμα πιο εύκολα στην εποχή της προσέγγισης "Πρώτα η Αμερική" της διακυβέρνησης Τραμπ...».
Σφήνα «στο κενό που αφήνουν οι ΗΠΑ»

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και άλλα σημεία της έκθεσης, όπως αυτό που σκιαγραφεί τη «μεγάλη εικόνα»: «Το Πεκίνο συνειδητοποίησε νωρίς ότι ο διαχωρισμός των ΗΠΑ από την ΕΕ θα ήταν κρίσιμος για την απομόνωση των ΗΠΑ, την αντιμετώπιση της επίδρασης της Δύσης ευρύτερα και τη διεύρυνση του δικού του διεθνούς διαμετρήματος.

Η Κίνα αντιλαμβάνεται ότι άνοιξε ένα παράθυρο ευκαιρίας για να υλοποιήσει τους στόχους της, παρατηρώντας την κυβέρνηση Τραμπ να αποσύρεται από το ρόλο του φύλακα της διεθνούς φιλελεύθερης τάξης, τον οποίο οι ΗΠΑ είχαν για πολύ καιρό. Αυτό έρχεται να προστεθεί και στις προκλήσεις που οι δυτικές φιλελεύθερες δημοκρατίες αντιμετωπίζουν από την άνοδο των ανελεύθερων - αυταρχικών πολιτικών κινημάτων».

Την προσοχή με την οποία η ΕΕ πρέπει να αντιμετωπίσει το «άνοιγμα» της Κίνας στην Ευρώπη επισήμανε και ο επίτροπος Διεύρυνσης Γιοχάνες Χαν, μιλώντας πριν από μερικές μέρες στο αμερικανικό δίκτυο «Politico».

Σχολιάζοντας το χαρακτήρα που αποκτούν οι κινεζικές επενδύσεις στην Ευρώπη και ειδικά στα Βαλκάνια, ο Χαν συμφώνησε πως αυτές θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε «κινεζικούς Δούρειους Ιππους» και υπογράμμισε: «Νομίζω ότι θα έπρεπε να αντιληφθούμε (καλά) τη στρατηγική αντίληψη της Κίνας και να αντιδράσουμε με έναν κατάλληλο τρόπο. Νομίζω ότι αυτή θα είναι μία από τις μεγάλες προκλήσεις για την Ευρώπη...».

Πηγή: Ριζοσπάστης

 

Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα

Σχολεία: Αλλάζουν οι ώρες αποχώρησης των μαθητών

Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με μόνο 65Є εγγραφή - έως 24 Απριλίου

Μοριοδοτούμενο σεμινάριο Ειδικής Αγωγής (ΕΛΜΕΠΑ) με μόνο 50Є εγγραφή- αιτήσεις ως 24/4

2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη

Proficiency και Lower μόνο 95 ευρώ σε 2 μόνο ημέρες στα χέρια σας (ΧΩΡΙΣ προφορικά, ΧΩΡΙΣ έκθεση!)

ΕΥΚΟΛΕΣ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ και ΙΤΑΛΙΚΩΝ για εκπαιδευτικούς - Πάρτε τις άμεσα

Google news logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Google News Viber logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Viber

σχετικά άρθρα