Thumbnail
ΟΛΜΕ

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΟΛΜΕ

Tο ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα διχοτομήθηκε από τις απαρχές της συγκρότησής του. Από τη μια τα εργατικά συνδικάτα συγκρότησαν τα Εργατικά Κέντρα και τη ΓΣΕΕ κι από την άλλη οι ενώσεις των δημοσίων υπαλλήλων (δ.υ.) τοπικές ενώσεις κατά επάγγελμα ή κατά τομέα του δημοσίου και αυτόνομα δευτεροβάθμια όργανα, που με τη σειρά τους δημιούργησαν προπολεμικά τη Συνομοσπονδία Δημοσίων Υπαλλήλων (ΣΔΥ.) και μεταπολεμικά την ΑΔΕΔΥ.

Η διχοτομική αυτή οργάνωση δεν ήταν αποτέλεσμα πρόθεσης των δ.υ. ή των εργατών. Επιβλήθηκε από το ελληνικό κράτος, αφού το 1920 απαγορεύτηκε με νόμο η συμμετοχή των δ.υ. στα εργατικά σωματεία.

ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1924-1935

Η ΟΛΜΕ ξεκινά τη δράση της με το ιδρυτικό συνέδριο στις 23-28/3/1924. Προηγήθηκε η ίδρυση της ΔΟΕ, που πραγματοποίησε το ιδρυτικό της συνέδριο στις 21/4/1921  Οι Ομοσπονδίες σύντομα κυκλοφόρησαν συνδικαλιστικά ενημερωτικά έντυπα. Η ΔΟΕ το «Διδασκαλικό Βήμα» («Δ.Β.») και η ΟΛΜΕ το «Δελτίον» («Δ.») το 1926.

Τα μέλη της ΟΛΜΕ αριθμούσαν μόλις 2.500 έναντι των 10.000 περίπου δημοδιδασκάλων. Οι καθηγητές προέρχονταν κατά βάση από τη μεσαία τάξη των πόλεων, είχαν εξαιρετικά υψηλή για την εποχή μόρφωση (πτυχιούχοι του μοναδικού και «αριστοκρατικού» ακόμη πανεπιστημίου), εργάζονταν και κατοικούσαν στις έδρες των νομών και αμείβονταν με μισθούς έως και διπλάσιους των δασκάλων. Ο μικρός συνολικά αριθμός του καθηγητικού σώματος αποτύπωνε τη συγκριτικά υψηλή θέση του στην πυραμίδα των επαγγελμάτων ενώ παρέμεναν ένα σχεδόν αποκλειστικά ανδρικό επάγγελμα, άρα αξιοσέβαστο σύμφωνα με τις κοινωνικές νόρμες της εποχής.

Απόρροια αυτών των δεδομένων ήταν, προφανώς, το συγκριτικά υψηλό κοινωνικό κύρος που απολάμβαναν. σημαντικότερο όμως ήταν το γεγονός πως οι ίδιοι αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους ως κάτι περισσότερο από μία ακόμα κατηγορία δημοσίων υπαλλήλων: ως Δημόσιους λειτουργούς, ο ρόλος των οποίων ήταν κρίσιμος για τη λειτουργία και την αναπαραγωγή της κοινωνίας. Ακριβώς γι’ αυτό, άλλωστε, ονόμασαν την συνδικαλιστική τους οργάνωση «Ομοσπονδία Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης». Ο Ριζοσπάστης, θα τους εγκαλέσει για κοινωνική τύφλωση και θα τους παροτρύνει να απαλλαγούν από την «ψώρα της ψευτοαριστοκρατίας»

Η αυτοεικόνα των καθηγητών του μεσοπολέμου εδραζόταν αναμφισβήτητα σε ισχυρά στοιχεία. Καθώς η Μέση εκπαίδευση δεν είχε ακόμη μαζικοποιηθεί (αυτό θα συμβεί στη δεκαετία του 1960), ήταν πράγματι αυτοί που επέλεγαν και διαπαιδαγωγούσαν την μελλοντική ελίτ της ελληνικής κοινωνίας. Ήταν ενσυνείδητοι φορείς της παραδοσιακής ιδεολογίας του 19ου αιώνα, οργανικοί διανοούμενοι της προβιομηχανικής Ελλάδας.

Τα εκπαιδευτικά προπύργια της συντηρητικής ιδεολογίας ήταν κυρίως η καθαρεύουσα γλώσσα, ο κλασικιστικός προσανατολισμός του προγράμματος και, δευτερευόντως, η ορθοδοξία. Ο συντηρητικός προσανατολισμός αποτυπωνόταν ανάγλυφα στην ποσοστιαία συμμετοχή καθεμιάς από τις επιστημονικές ειδικεύσεις των καθηγητών: επί του συνόλου του σώματος: οι μισοί περίπου από τους 2.432, που εργάζονταν όταν συγκροτήθηκε η ΟΛΜΕ (Μάρτιος 1924), ήταν φιλόλογοι (1096), ενώ οι θεολόγοι (284) υπερτερούσαν των μαθηματικών (242) και των φυσικών (154). Έτσι, η κορυφή της εγχώριας συντηρητικής διανόησης συγκροτούνταν κατά βάση από τους καθηγητές της Φιλοσοφικής Αθηνών και η ραχοκοκαλιά της αρθρωνόταν αναμφίβολα από τους καθηγητές της Μέσης Εκπαίδευσης. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, πως, σε σύγκριση με το σώμα των δασκάλων, η όσμωση του καθηγητικού σώματος με την ηγεμονική στον ελληνικό μεσοπόλεμο φιλελεύθερη ή την αναδυόμενη τότε σοσιαλιστική ιδεολογία υστερούσε καταφανώς.

Η ΟΛΜΕ θα πραγματοποιήσει 13 Συνέδρια και θα πάψει να λειτουργεί το 1936. Στο τελευταίο της Συνέδριο ασχολήθηκε με «το όλον εκπαιδευτικόν πρόβλημα» και στο κέντρο του προβληματισμού της τέθηκε: «ο καθορισμός του εκπαιδευτικού σκοπού κατά τας σύγχρονας αντιλήψεις, τα χρονικά όρια των εκπαιδευτικών βαθμίδων, η ποιότης της μορφώσεως των Ελληνοπαίδων, η αυτονόμησις και αυτοδιοίκησις της παιδείας.» .

ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1949-1967

Η επανίδρυση της ΟΛΜΕ θα γίνει με το ΙΔ’ Συνέδριό της (20/5/49), που σκοπό είχε την προβολή του αιτήματος της «διαβάθμισης», δηλαδή την ένταξη των καθηγητών στις κορυφές της δημοσιοϋπαλληλικής ιεραρχίας. Το σκηνικό, όμως, πια είναι απόλυτα καθορισμένο. Συνδικαλιστική οργάνωση των εκπαιδευτικών μπορεί να υπάρξει μόνο κάτω από την ιδεολογική ομπρέλα της εθνικοφροσύνης.

Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς βάσιμα ότι η επανίδρυση της ΟΛΜΕ τον Μάιο του 1949, πριν ακόμη ο εμφύλιος πόλεμος τελειώσει, δεν ήταν τίποτε περισσότερο από τη σύμπηξη δύο «επιστημονικών» σωματείων που αποτύπωναν με τον καλύτερο τρόπο το υπό κατασκευή ελληνοχριστιανικό ιδεολόγημα:της Ένωσης Ελλήνων Φιλολόγων, η οποία συνέχιζε την παράδοση του κλασικισμού, και της Χριστιανικής Ένωσης Εκπαιδευτικών Λειτουργών, η οποία συγκροτήθηκε ως πολιορκητικός κριός της θρησκευτικής οργάνωσης «ζωή» στο χώρο της παιδείας και επιχείρησε να αναδείξει την ορθοδοξία σε κεντρικό κανόνα της εκπαιδευτικής ζωής.

Το 1952 από τους 2.292 καθηγητές με πανεπιστημιακή μόρφωση, 1.636 ήταν φιλόλογοι, 353 θεολόγοι και μόλις 303 μαθηματικοί και φυσικοί. Την ίδια χρονιά, η «σύνθεση» ελληνισμού και ορθοδοξίας θα αποτυπωθεί σε συνταγματικό επίπεδο, για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού κράτους. σύμφωνα με το άρθρο 16 του συντάγματος του 1952, η διαπαιδαγώγηση των μαθητών οφείλει να στηρίζεται επί «των ιδεολογικών κατευθύνσεων του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού»

Το 1950 θα βρει και τις δυο Ομοσπονδίες (ΟΛΜΕ-ΔΟΕ) ενταγμένες στην επανιδρυμένη ΑΔΕΔΥ κι ο Δημοσιοϋπαλληλικός Κώδικας (1811/51) θα οριοθετήσει τα ασφυκτικά όρια κίνησης της συνδικαλιστικής τους παρουσίας. Από το σφικτό εναγκαλισμό της απολύτως «νομιμόφρονης» ΑΔΕΔΥ θα προσπαθήσουν να αποσπαστούν οι δυο Ομοσπονδίες με το κοινό υπόμνημα που υπογράφουν στις 4-9-59 με αφορμή την κατάργηση των αιρετών εκπροσώπων των υπαλλήλων από τα υπηρεσιακά συμβούλια. Το κοινό αυτό υπόμνημα θα είναι και η απαρχή μιας παράλληλης πορείας. Η ακύρωση της πορείας αυτής θα αρχίσει το Νοέμβριο του 1962, όταν η ΟΛΜΕ διαπραγματεύθηκε μόνη της με την κυβέρνηση το ζήτημα των οικονομικών μέτρων για τους δ.υ. Οι απεργίες που θα εκδηλωθούν και από τις δυο Ομοσπονδίες έχουν κύριο αίτημα την αποκατάσταση των μισθολογικών αδικιών σε σχέση με τους άλλους δημόσιους υπάλληλους, με διαφορετική αντίληψη όμως στους δυο χώρους όσον αφορά την έννοια της «εξίσωσης» των αποδοχών. Για την ΟΛΜΕ κύριος στόχος είναι η εξίσωση με τους άλλους δ.υ. πτυχιούχους Α.Ε.Ι. Για τη Δ.Ο.Ε. η κοινή αντιμετώπιση των αποδοχών δασκάλων-καθηγητών. Η παγίωση της αντίληψης για τη διεκδίκηση εξισωτικών ισορροπιών μέσα στη δημοσιοϋπαλληλική πυραμίδα έχει επέλθει. Οι εκπαιδευτικοί δεκαπέντε χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου λειτουργούν περισσότερο ως υπάλληλοι και λιγότερο ως διανοούμενοι.

Η ΟΛΜΕ δεν θα συμμετάσχει στα επόμενα συνέδρια της ΑΔΕΔΥ και θα επιστρέψει υποχρεωτικά σε αυτή μόνο την περίοδο της δικτατορίας. Η ΔΟΕ αν και παραμένει θα αποκλειστεί από το 18ο Συνέδριο της Συνομοσπονδίας (7-8/10/63). Οι πρωτοβουλίες που είχαν αναπτύξει και οι δυο Ομοσπονδίες για τη συγκρότηση Συνομοσπονδίας Εκπαιδευτικών, αλλά πολύ περισσότερο η απεργιακή τους κινητοποίηση από τις 19/1/63 και η επιστράτευσή τους στις 8/2/63 με μετωπικό αίτημα τη μισθολογική εξίσωση και κατ’ επέκταση την ίση αντιμετώπισή τους με άλλες κατηγορίες υπαλλήλων, ήταν διαδικασίες επικίνδυνες για την αταραξία της ΑΔΕΔΥ.

Η προσπάθεια μεταρρύθμισης που εκδηλώθηκε το 1964 από την κυβέρνηση της «Ένωσης Κέντρου» θα υποστηριχθεί, εν πολλοίς, από την ΟΙΕΛΕ και τη ΔΟΕ, ενώ θα βρει αντίθετη την ΟΛΜΕ.

Μετά την εκλογική της επικράτηση, στις αρχές του 1964, η Ένωση Κέντρου ανέδειξε την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση ως μία από τις σημαντικές πτυχές του ευρύτερου σχεδίου της για τον εκδημοκρατισμό της πολιτικής και κοινωνικής ζωής της χώρας. Η κυβερνητική προτεραιότητα θα εκφραστεί συμβολικά με την ανάληψη του υπουργείου παιδείας από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, τον Γεώργιο Παπανδρέου, αλλά η χάραξη και γενική εποπτεία της μεταρρύθμισης θα ανατεθεί στον γενικό γραμματέα του υπουργείου, τον καταξιωμένο φιλόσοφο και παιδαγωγό Ευάγγελο Παπανούτσο.

Ο Παπανούτσος θα προκρίνει τη γενίκευση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και την ανάπτυξη του διπλού δικτύου (τη θεσμοθέτηση δηλαδή και τεχνικής εκπαίδευσης), ως τις δύο πλέον κρίσιμες εκπαιδευτικές ρυθμίσεις για την αποτελεσματική δεξίωση του μεταπολεμικού ευρωπαϊκού οικονομικού θαύματος.

Ανάμεσα, ωστόσο, στις αυτονόητες παιδαγωγικές προϋποθέσεις των νέων κατευθύνσεων ήταν και η επέκταση της δημοτικής γλώσσας στη Μέση εκπαίδευση.

Στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, η δημοτική γλώσσα εισήχθη μάλλον διστακτικά, ως «ισότιμη» με την καθαρεύουσα. Η ουσιαστική επίλυση του ακανθώδους ζητήματος δημοτική-καθαρεύουσα μετατέθηκε στο πεδίο εφαρμογής: στη γλώσσα των νέων εγχειριδίων, τα οποία θα συγγράφονταν υπό την εποπτεία του νεοσύστατου παιδαγωγικού ινστιτούτου.

Η ΟΛΜΕ δεν θα ηγηθεί σε όσους αντιδρούν για το γλωσσικό αλλά θα συνταχθεί μαζί τους. Η εμμονή της ΟΛΜΕ στην καθαρεύουσα και τον κλασικιστικό προσανατολισμό του προγράμματος των γυμνασίων επηρεάζεται αναμφίβολα από τους φιλολόγους και θεολόγους, οι οποίοι αποτελούσαν τις κυρίαρχες ειδικότητες ποσοτικά και βαθμολογικά (από αυτούς επιλέγονταν οι γυμνασιάρχες).

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, όμως, τα δεδομένα αλλάζουν με γοργό ρυθμό και ο συντηρητισμός της ΟΛΜΕ δεν θα μένει πλέον χωρίς ενδοκλαδικό αντίλογο. Την ίδια στιγμή που η ηγεσία της οργάνωσης συντασσόταν με τις συντηρητικές εκπαιδευτικές δυνάμεις και εναντιωνόταν στη Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση του 1964, στη βάση της εκδηλώθηκαν δημοσίως οι πρώτες διαφοροποιήσεις. Ο συγκρουσιακός κύκλος που άρχισε το 1961 τόσο στον εργατικό χώρο όσο και στην κεντρική πολιτική σκηνή δεν θα αφήσει ανεπηρέαστους τους καθηγητές, ιδιαιτέρως τους νεώτερους σε ηλικία, ο αριθμός των οποίων από το 1960 και εξής θα αυξάνεται αλματωδώς.

Πράγματι, ενώ κατά τη δεκαετία του 1950 η αύξηση του εκπαιδευτικού δυναμικού υπήρξε μικρή και μπορεί να αποδοθεί απλώς στην επούλωση των πληγών της δεκαετίας του 1940 (οι 3.724 καθηγητές του 1950 γίνονται 5.148 το 1959), στη δεκαετία του 1960 η Ελλάδα θα ακολουθήσει τη γενική ευρωπαϊκή τάση της ραγδαίας επέκτασης της Μέσης Εκπαίδευσης. Μόλις μία επταετία αργότερα, κατά το σχολικό έτος 1965-66, όταν κορυφώνονται οι πολιτικές και κοινωνικές αντιπαραθέσεις για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, υπηρετούν στην Μέση εκπαίδευση 10.130 καθηγητές και καθηγήτριες (ποσοστιαία αύξηση σχεδόν 100%). Συγκροτείται συνεπώς μία νεώτερη γενιά λειτουργών της Μέσης Εκπαίδευσης, η ιδεολογική διαφοροποίηση της οποίας από την παλαιότερη θα προκαλέσει εσωτερικούς κραδασμούς στην ομοσπονδία αλλά δεν θα καταφέρει να την αποσπάσει από το συντηρητικό στρατόπεδο. Την ηγεσία της ΟΛΜΕ θα συνεχίσουν να ελέγχουν οι γηραιοί γυμνασιάρχες, φιλόλογοι κατά βάση ή θεολόγοι, γνήσιοι φορείς του παραδοσιακού συντηρητικού πνεύματος και εμποτισμένοι επιπλέον με την ιδεολογία της μετεμφυλιακής εθνικοφροσύνης

 

Η ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΧΟΥΝΤΑΣ 1967-1974

Στην ΟΛΜΕ διορίστηκε διοίκηση, που με εγκύκλιό της (5/8/67) δηλώνει: «δεν είμεθα συνδικαλισταί, δηλούμεν ότι δεν θα αναμιχθώμεν εις συνδικαλιστήν κίνησιν».

Στα γραφεία της ασφάλειας και κάτω από την καθοδήγηση του βασανιστή Γιαννακάκου «αρμόδιου για την παρακολούθηση της ΟΛΜΕ» (όπως ομολογήθηκε στη Γ.Σ. του 1975) καθορίστηκε η νέα συνδικαλιστική γραμμή της Χούντας.

Ο κλάδος αυθόρμητα αρνήθηκε να συμμετέχει στις συνελεύσεις-κακέκτυπα που χαρακτηρίστηκαν από την πλήρη απομαζικοποίηση ή τις νοθευμένες και αστυνομικές μεθόδους αποκλεισμού των δημοκρατικών υποψηφίων.

Η άρνηση του κλάδου να υποταχθεί στους δικτάτορες δεν έγινε δυνατό να μορφοποιηθεί σε πιο οργανωμένες μορφές αντίδρασης (πέρα από την αποστροφή από τον συνδικαλισμό) απέναντι στη δικτατορία. Αυτό οφείλεται στις αδυναμίες του προδικτατορικού συνδικαλιστικού και μαζικού κινήματος.

«Χαιρετίσαμε με ενθουσιασμό την είσοδο αυτού του λεβέντη Ασλανίδη στο Υπουργείο Παιδείας» είπε ο Πρόεδρος της ΟΛΜΕ Νικόλαος Μιχαήλ προς τον Αντιπρόεδρο της Κυβερνήσεως Στυλιανό Παττακό στην πανηγυρική συνεδρίαση της ΟΛΜΕ στον «Παρνασσό» (Από Δελτίο της ΟΛΜΕ, 16/9/1970)

ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ - ΑΠΟΧΟΥΝΤΟΠΟΙΗΣΗ

Στην ΟΛΜΕ οι διαδικασίες που οδήγησαν στην πτώση της επί δικτατορίας «εκλεγμένης» διοίκησης επικεντρώθηκαν στην κατάχτηση δημοκρατικών διοικήσεων πρώτα στο επίπεδο των τοπικών ενώσεων (ΕΛΜΕ). Πρώτη η ΕΛΜΕ Δράμας αποκτά δημοκρατικά εκλεγμένο Δ.Σ. το Σεπτέμβρη του 1974 και πρώτη ενέργεια και φροντίδα του να δηλώσει, με ανακοίνωση στις εφημερίδες, ότι αναλαμβάνει πρωτοβουλίες ώστε να οδηγηθεί η Ομοσπονδία σε έκτακτη Γ.Σ. και εκλογές.

Μια σειρά ΕΛΜΕ ακολουθούν. Ανάμεσά τους διακρίνονται η ΕΛΜΕ Θεσσαλονίκης καθώς και αυτές του Πειραιά και της Αθήνας (Α’ και Β’). Οι καθηγητές που κινούνται προς αυτή τη κατεύθυνση ανήκουν σε αυτό που αποκαλείται «δημοκρατικός χώρος». Κάποιοι απ’ αυτούς έχουν διωχθεί από το δικτατορικό καθεστώς. Κι εδώ το κίνημα για την αποκατάσταση της δημοκρατικής λειτουργίας της ΟΛΜΕ ταυτίζεται μ’ αυτό για την «κάθαρση» και τον «εκδημοκρατισμό». Οι ΕΛΜΕ που προσχωρούν σ’ αυτό αυξάνονταν συνεχώς. Ποτέ όμως δε φτάνουν σε αριθμό ικανό να επιβάλει με βάση το καταστατικό Έκτακτη Γ.Σ. και κατ’ επέκταση εκλογικές διαδικασίες που θα οδηγούσαν στην πτώση του ΔΣ ή να προχωρήσει στην όλη διαδικασία μέσα από δικαστικές αποφάσεις.

Οι δημοκρατικές ΕΛΜΕ λειτούργησαν, σ’ αυτήν τη φάση περισσότερο ως άτυπο συντονιστικό όργανο ανεξάρτητο από την Ομοσπονδία, παρά ως πλειοψηφούσα στη βάση ομάδα. Η κριτική τους εξάλλου προς το ΔΣ είναι περισσότερο κριτική αντιπολιτευόμενης ομάδας που επιδιώκει τη διαδοχή, παρά ομάδας που διεκδικεί την άμεση παραίτηση του ΔΣ.

Την όλη διαδικασία περιγράφει ακροθιγώς φυλλάδιο της ΟΛΜΕ λίγα χρόνια μετά:

«Οι πρώτες δημοκρατικά εκλεγμένες διοικήσεις στις ΕΛΜΕ ξεκινούν τον αγώνα συσπείρωσης όλων των συναδέλφων πάνω στους κυρίαρχους στόχους α) της επανάκρισης του εποπτικού προσωπικού και της κάθαρσης του κλάδου από όσους κατέλαβαν σημαντικές θέσεις στο μηχανισμό της δικτατορίας, β) της πλήρους αποκατάστασης των διωχθέντων και αδικηθέντων από τη δικτατορία, γ) της κατάργησης του απαράδεκτου Ν. 651/1970, δ)του εκσυγχρονισμού και εκδημοκρατισμού της παιδείας, ε) της αλλαγής στην ηγεσία της ΟΛΜΕ.» .

Είναι ανάγκη, λοιπόν, κατά το ΔΣ, να επουλωθούν οι πληγές της παιδείας που άνοιξαν τη διάρκεια της δικτατορίας με δυο τρόπους. Πρώτον με την κατάργηση του 651/70 και δεύτερο με την αποκατάσταση των διωχθέντων. Αργότερα στις προτάσεις αυτές θα προστεθεί και η ανάγκη συνολικού εκσυγχρονισμού της παιδείας που εκκρεμεί  για δεκαετίες, ώστε να επανακτηθεί ο χρόνος που χάθηκε. Αυτό σε συνδυασμό με την εκτίμηση ότι η αντίσταση των ΔΣ κατά τη διάρκεια της δικτατορίας θα ήταν μεγαλύτερη και ο κλάδος «θα κατήρχετο εις σκληρότερους αγώνες, εάν δεν υπήρχε... η Γυάρος».

Το ΔΣ με ευκαιρία τις σχεδιαζόμενες αλλαγές στην εκπαίδευση θα υποβάλει σειρά υπομνημάτων προς την κυβέρνηση και τους «αρμόδιους φορείς»,  στα οποία τα τρία αυτά ζητήματα θα προβληθούν συστηματικά. Στις αντιδράσεις των τοπικών ΕΛΜΕ θα απαντήσει αρκετά αργά και μόνο μετά τη Έκτακτη ΓΣ (4/1/75), όπου η αντιπολίτευση, όπως και στη ΔΟΕ, δεν κατόρθωσε να πλήξει το ΔΣ. Οι αμφισβητούντες τη νομιμότητα της διοίκησης, που με δηλώσεις τους στον τύπο έχουν άρει την εμπιστοσύνη τους σε αυτή, θα χαρακτηριστούν από το ΔΣ ως «νεόκοποι  “αντιστασιακοί” και “δημοκράται”... ελαυνόμενοι εκ κινήτρων σαφώς εξωκλαδικών».

Τότε η τακτική, που έχει ήδη επιλέξει, θα εμπλουτιστεί με τη δημοσίευση στοιχείων στο «Δ.» που, κατά την ηγεσία, πιστοποιούν τη συνεπή της στάση.  Ανοίγει, τέλος, τις στήλες του «Δ.» στη δημοσίευση ψηφισμάτων των ΕΛΜΕ που καταδικάζουν τη χουντική δράση κάποιων επιθεωρητών.

Το σημαντικότερο, όμως, στοιχείο- που πιστοποιεί την αντίληψη αλλά και πίστη που είχε το ΔΣ ότι αποτελεί νόμιμο και αποδεκτό εκπρόσωπο της βάσης- είναι η προκήρυξη και πραγματοποίηση διήμερης απεργιακής κινητοποίησης (27-28/3/75), απεργία που από στέλεχος των αντιπολιτευόμενων ΕΛΜΕ έγινε αποδεχτό πως ήταν πετυχημένη.

Έτσι, παρ’ όλες τις επιθέσεις που δέχτηκε το ΔΣ, θα μείνει αλώβητο μέχρι την ετήσια ΓΣ του Ιουλίου του 1975. Αντιπρόσωπός του μάλιστα θα επαναδιεκδικήσει τη διοίκηση της Ομοσπονδίας και θα πάρει το 31,2% των ψήφων στις εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στα πλαίσια της συνέλευσης αυτής, οπότε η διοίκηση της Ομοσπονδίας θα περάσει στα χέρια στελεχών της δημοκρατικής αντιπολίτευσης. Πρόεδρος της Ομοσπονδίας αναδεικνύεται ο Πείσανδρος Τρομβούκης, παλιό συνδικαλιστικό στέλεχος πριν τη δικτατορία. Το προφίλ του νέου ΔΣ κεντροαριστερό, χωρίς όμως να προβάλει την πολιτική του ταυτότητα.

Η νέα διοίκηση θα δώσει το στίγμα της με το κύριο άρθρο στο «Δ.», που από δω και μπρος θα ονομαστεί «Πληροφοριακό Δελτίο» («Π.Δ.»):  

«Τώρα που η Πολιτεία ανασυντάσσεται με πρόθεση εκσυγχρονισμού και γόνιμης αναμορφώσεως της Εκπαιδεύσεως είναι η ώρα του ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ... η εκπαίδευσή μας μένει πεισματικά προσκολλημένη στο παρελθόν, ασφυκτιά. Ασφυκτιά μέσα στο κλίμα της άγονης πατριδολατρίας και της αυταρέσκειας... Χρειαζόμαστε ένα νέο σχολείο. Με κορυφαία στελέχη άψογα, με πλήρη αξιοκρατική διάθρωση του εποπτικού και διοικητικού προσωπικού... Με ριζικά αναμορφωμένο και εκσυγχρονισμένο πρόγραμμα. Με αληθινή και όχι ψεύτικη ανθρωπιστική Παιδεία... Ένα τέτοιο σχολείο μπορεί να μορφώση τον ελεύθερο πολίτη που ορίζει το Σύνταγμα και απαιτούν οι νέοι καιροί..» .

Η ιδεολογία που περιγράφεται στο παραπάνω απόσπασμα είναι σαφής: Ανανέωση της παιδείας στην κατεύθυνση ενός απαιτούμενου από τους καιρούς  εκσυγχρονισμού με εγκατάλειψη του κλασικισμού, χωρίς αυτό να σημαίνει την παράλληλη απομάκρυνση από το «ανθρωπιστικό» περιεχόμενό της, σε συνδυασμό με την «αξιοκρατική» ανάδειξη των στελεχών της.  

Στο ίδιο άρθρο απουσιάζει κάθε αναφορά στην παλιά διοίκηση. Μόνο θέμα η απομάκρυνση των συνεργατών της δικτατορίας από τις θέσεις κλειδιά της διοίκησης της Εκπαίδευσης.

Οι τόνοι χαμηλοί και αξιοπρεπείς. Προβάλλεται η εμμονή στην καθιέρωση της δημοτικής, ενώ η καρδιά της κριτικής του παλιού ΔΣ για το σ.ν «Περί Γ.Ε.» αναδιατυπώνεται  παραμένοντας, όμως, στην ουσία η ίδια. Κέντρο αυτής της κριτικής και της πολιτικής που ακολουθήθηκε η πίστη ότι:

«Η πρώτη θέση στην υπαλληλική κλίμακα μας ανήκει... Η πολιτεία πρέπει, επιτέλους να λάβη υπ’ όψη την αμοιβαία σχέση ανάμεσα στην κατάσταση της εκπαίδευσης και την κατάσταση του καθηγητού, την οικονομική, ηθική, πνευματική, κοινωνική. Ενδιαφέρομαι για την Παιδεία και αδιαφορώ για τον καθηγητή είναι φενάκη.».

Η μεταπολίτευση έχει πια ολοκληρωθεί και στην ΟΛΜΕ. Το πολιτικό προσωπικό έχει αλλάξει, τα γενικότερα αιτήματα είναι τώρα δημοκρατικά- εκσυγχρονιστικά, αλλά η αντίληψη για την ιδιαίτερη θέση των καθηγητών στον εκπαιδευτικό θεσμό παραμένει η ίδια.

ΑΠΕΡΓΙΑΚΗ ΔΡΑΣΗ

Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου η απεργία θεωρείται ασύμβατη με την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου και απαγορεύεται με το νόμο 3453/12-3-1928 «περί απεργούντων Δημοσίων Υπαλλήλων».

Η ΟΛΜΕ στην πρώτη περίοδο λειτουργίας της (1924-1935) περιορίζεται σε ήπιες μορφές διεκδίκησης και δε συμμετέχει στην πρώτη απεργία της Συνομοσπονδίας Δημοσίων Υπαλλήλων Ελλάδος (ΣΔΥΕ) το 1927.

Η χρονιά 1949-50 ξεκινάει με το αίτημα της «διαβάθμισης» (η βαθμολογική εξέλιξη του κλάδου και πέρα από το βαθμό του διευθυντή β). Η δράση της ΟΛΜΕ πήρε τη μορφή ομαδικής υποβολής παραιτήσεων υπηρετούντων εκπαιδευτικών. Παραιτήθηκαν 3.260 εκπαιδευτικοί. Το αίτημα τελικά δεν έγινε δεκτό εκτός από κάποιες βαθμολογικές βελτιώσεις και μια μικρή αύξηση του μηνιαίου επιδόματος της πρόσθετης εργασίας.

Το 1955, επί κυβερνήσεως Παπάγου 4.200 εκπαιδευτικοί παραιτούνται και κηρύσσεται 4ήμερη απεργία (2-5 Μαρτίου 1955) με αίτημα την καθιέρωση ιδιαίτερου μισθολογίου για τους εκπαιδευτικούς και αυξήσεις της τάξης του 10-20%.

Το 1961 γίνεται 24ωρη προειδοποιητική απεργία (26-1-1961) και σε συνεργασία με τη ΔΟΕ εξαγγέλλεται απεργία διαρκείας. Η κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή υποχωρεί στο αίτημα της αύξησης αποδοχών. Το 1963 γίνεται απεργία είκοσι ημερών (19/1/1963 – 7/2/1963) η οποία λήγει με την πολιτική επιστράτευση των εκπαιδευτικών.

Στο πλαίσιο της πολιτικής αστάθειας των ετών 1965-66 προωθείται ενιαίο μισθολόγιο που υποβάθμιζε τον κλάδο. Η ΟΛΜΕ αποφασίζει απεργία διαρκείας (Φεβρουάριος 1966) που λήγει στις 8/2/66 με πολιτική επιστράτευση. Το ενιαίο μισθολόγιο ψηφίζεται.

Το 1977 η ΟΛΜΕ ξεκινά απεργία διαρκείας με οικονομικά αιτήματα. Η απεργία (2/3/77-1/4/77) λήγει με την κατάκτηση της αύξησης της υπερωριακής αποζημίωσης.

Το 1979 ξεκινά νέα απεργία διαρκείας υπό τη ΣΕΔΟ (44 δημοσιοϋπαλληλικές οργανώσεις) με κορμό κοινών δημοσιοϋπαλληλικών αιτημάτων (κυρίως οικονομικών) και σε συνδυασμό με τα αιτήματα  κάθε Ομοσπονδίας, η οποία λήγει σε έξι μέρες (10-16/5/79) καθώς χαρακτηρίζεται παράνομη και καταχρηστική με δικαστική απόφαση.

Στις 26-11-1980 η ΟΛΜΕ ξεκινά απεργία διαρκείας με τη μορφή επαναλαμβανόμενων εξαήμερων (άρχισε από 3/12/ μέχρι 23/12/80 και από 9/1/81 μέχρι 18/1/81), η οποία αναστέλλεται με την απόφαση 309/81 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών ως παράνομη και καταχρηστική. Υπουργός παιδείας ήταν ο Βασίλης Κοντογιαννόπουλος, ο οποίος στις 12/1/81 έκανε και την προσφυγή κατά της απεργίας.

Το Νοέμβριο του 1987, με υπουργό παιδείας τον Αντώνη Τρίτση, γίνονται προειδοποιητικές απεργίες (24ωρη στις 25-11-87, 48ωρη στις 8 και 9- 12-87, τρεις φορές τριήμερη από 5 μέχρι 17-12-1987, από 10 μέχρι 12-2-88 και από 16 μέχρι 18-3-88). Επρόκειτο για κοινή απεργία και των τριών Ομοσπονδιών (ΟΛΜΕ-ΔΟΕ-ΟΙΕΛΕ) με κοινά ή παραπλήσια εκπαιδευτικά και οικονομικά αιτήματα και πραγματοποιήθηκε ως απάντηση στον «διάλογο» Τρίτση, ο οποίος τελικά παραιτήθηκε

Το 1988 πραγματοποιείται για πρώτη φορά απεργία κατά τη διάρκεια των εξετάσεων (απόφαση στις 7-5-1988). Η απεργία έληξε με δικαστική απόφαση στις 23-6-1988 ως παράνομη και καταχρηστική. Ο υπουργός παιδείας Απόστολος Κακλαμάνης (διαδέχθηκε τον Α. Τρίτση) αντικαθίσταται από τον Γεώργιο Α. Παπανδρέου, ο οποίος θα προχωρήσει στην καθιέρωση των «τριμήνων» (υπερωριακό επίδομα εξωδιδακτικού έργου). Στην απεργία αυτή κατοχυρώθηκε ο ρόλος των Επιτροπών Αγώνα.

Τον Απρίλιο του 1990 η Νέα Δημοκρατία σχηματίζει κυβέρνηση (Κ. Μητσοτάκης) και Υπουργός Παιδείας αναλαμβάνει ο Β. Κοντογιαννόπουλος. Το Μάιο του 1990, ξεσπά μια από τις μεγαλύτερες αναταράξεις στο χώρο της Μέσης Εκπαίδευσης (απεργίες, συγκεντρώσεις διαδηλώσεις εκπαιδευτικών, απειλή καταλήψεων εξεταστικών κέντρων, αναβολή για ένα μήνα των Γενικών εξετάσεων) με φόντο «την εκφρασμένη διάθεση του κυβερνώντος κόμματος για επιβολή λιτότητας στη δημόσια εκπαίδευση και ιδεολογική χειραγώγηση εκπαιδευτικών και εκπαιδευομένων» (Ανακοίνωση ΟΛΜΕ 16/5/1990).

Η Γ.Σ. των Προέδρων ΕΛΜΕ (Οργανωτική ΙΙ 17-2-1990) εκτιμά ότι «η κατάσταση της Δημόσιας Μέσης Εκπαίδευσης και του Καθηγητή χειροτερεύει συνεχώς. Η Οικουμενική Κυβέρνηση δεν πήρε κανένα μέτρο για την αντιμετώπιση αυτής της κρίσιμης κατάστασης». Οι διεκδικήσεις επικεντρώνουν στην αύξηση των μισθών, στη μείωση του ορίου συνταξιοδότησης και στην αύξηση των διορισμών. Οι καθηγητές διεκδικούν: αύξηση 18.000 δρχ. στους μισθούς, γνήσια ΑΤΑ, νομοθετικά κατοχυρωμένη, συντάξιμες αποδοχές στο 80% των εν ενεργεία αποδοχών, άμεση δημιουργία 4.000 νέων οργανικών θέσεων, αύξηση των δαπανών για την παιδεία, 6.000 νέες αίθουσες, πρωινό και μειωμένο ωράριο.

Η αθέτηση της Κυβέρνησης «των δεσμεύσεων και αντιμετώπιση των αιτημάτων του κλάδου, οδήγησε στην ομόφωνη απόφαση του Δ.Σ. της ΟΛΜΕ για απεργιακές κινητοποιήσεις μετά το Πάσχα μέχρι και την περίοδο των εξετάσεων, ανεξάρτητα από την κυβέρνηση που θα εκλεγόταν από τις εκλογές της 8ης Απριλίου» (Ομόφωνη Απόφαση του Δ.Σ της ΟΛΜΕ στις 29-3-90, Μηνιαίο Πληροφοριακό Δελτίο της ΟΛΜΕ, τευχ. 620/1991, σ.4).

Στις 22 και 23 Μαΐου 1990 πραγματοποιείται διήμερη απεργία των καθηγητών και στις 6 Ιουνίου ακολουθεί νέα μονοήμερη απεργία. Από το δεύτερο 15νθήμερο του Μαΐου μέχρι και για δύο περίπου μήνες πραγματοποιούνται 10 συλλαλητήρια στην Αττική και αντίστοιχα σε όλες σχεδόν τις πρωτεύουσες νομών. Αποφασίζεται από το ΥΠΕΠΘ αναβολή των Γενικών Εξετάσεων και παράταση του διδακτικού έτους μέχρι 31 Ιουλίου 1990. Στις 16 Ιουλίου 1990 πρώτη μέρα των Γενικών Εξετάσεων «σε βαριά ατμόσφαιρα και με συλλαλητήρια των εκπαιδευτικών έξω από τα εξεταστικά κέντρα πραγματοποιούνται τελικά οι εξετάσεις» (Ανακοίνωση ΟΛΜΕ 16/7/1990).

Στις 22/11/1990, μέρα που δημοσιεύονται στο Φύλλο της «Εφημερίδας της Κυβερνήσεως» (ΦΕΚ) τα Π.Δ. που αναφέρονται στην οργάνωση και λειτουργία των σχολείων της Α/βάθμιας και Β/βάθμιας εκπαίδευσης, οι μαθητές Γυμνασίων και Λυκείων του Ηρακλείου Κρήτης, της Κέρκυρας, της Πάτρας, της Θεσσαλονίκης καταλαμβάνουν τα σχολεία τους. Ακολουθεί η Αθήνα και μέχρι 10/12/1990 καταλαμβάνονται εκατοντάδες Γυμνάσια και Λύκεια σε όλη τη χώρα. Γίνονται συγκρούσεις μέσα και έξω από τα κατειλημμένα σχολεία καθώς γονείς και μέλη του κυβερνώντος κόμματος προσπαθούν να σταματήσουν τις καταλήψεις. Σε μια από αυτές δολοφονείται στην Πάτρα ο καθηγητής Νίκος Τεμπονέρας στις 8/1/1991.  

Ακολουθεί η παραίτηση του Υπουργού Παιδείας Β. Κοντογιαννόπουλου, η ανακοίνωση από το νέο Υπουργό Γιώργο Σουφλιά ότι τα Π.Δ. δεν θα ισχύσουν και θα «συζητηθούν εξ αρχής ως προς το περιεχόμενό τους» και η εξαγγελία για επιπλέον δημόσια χρηματοδότηση 15 δις.

Συμπερασματικά στη περίοδο 1977-1990, η ΟΛΜΕ πραγματοποίησε τέσσερις μεγάλες απεργίες διαρκείας (100 μέρες συνολικά) και πολλές 24ωρες, διήμερες και τριήμερες (15 μέρες συνολικά). Στο σύνολό τους οι απεργίες αυτές συνδυάζαν τη διεκδίκηση θεσμικών- επαγγελματικών  και οικονομικών αιτημάτων.

Στην πρώτη απεργία διαρκείας έχουμε συνδυασμό της παροχής επιδόματος που δόθηκε και στους «άλλους δ.υ.». Στη δεύτερη «άρση των αδικιών εις βάρος των καθηγητών» και «βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης». Στην τρίτη, παρά το έντονο εκπαιδευτικό προφίλ των αιτημάτων που προβάλλεται πριν την απεργία, υπήρξε έντονη επιμονή σε οικονομικά κυρίως αιτήματα κατά τη διάρκειά της. Η τελευταία, που αποτέλεσε και επίκεντρο της δημοσιότητας, είχε ένα κατάλογο οικονομικών αιτημάτων μέσα σε πλαίσιο θεσμικών αιτημάτων καθώς και δυο εκπαιδευτικά: την επιμόρφωση των καθηγητών και την παροχή εσωσχολικής βοήθειας στους μαθητές του γυμνασίου.

Στο σύνολο των απεργιών διαρκείας της ΟΛΜΕ, την περίοδο 1977-1990, οι απεργοί καθηγητές έφταναν με βάση τον τύπο της εποχής και τις ανακοινώσεις της Ομοσπονδίας σε ποσοστά 90- 95% αλλά  και 100%. 

Στις 20 Ιανουαρίου 1997 οι καθηγητές αρχίζουν μια από τις μεγαλύτερες σε έκταση και ένταση απεργίες που διαρκεί μέχρι την 14η Μαρτίου. Σε ανοιχτή επιστολή της ΟΛΜΕ την 19/2/1997,  η οποία φαίνεται να εκφράζει την ουσία της κινητοποίησης των εκπαιδευτικών επισημαίνεται ανάμεσα σε άλλα ότι «ο απεργιακός αγώνας δεν έχει στενόθωρα κίνητρα και ταπεινά ελατήρια. Είναι ένας αγώνας στον οποίο μας ώθησε μια πολιτική συνεχούς υποβάθμισης και απαξίωσης της ελληνικής δημόσιας εκπαίδευσης και των λειτουργών της (...) Η έννοια της δημόσιας και δωρεάν εκπαίδευσης μέρα με τη μέρα χάνει κάτι από το συστατικό της περιεχόμενο, καθώς η ελληνική οικογένεια υφίσταται συνεχή οικονομική αφαίμαξη από την παρασχολική δραστηριότητα» (ΟΛΜΕ, 19/2/1997).

Τον Ιούνιο του 1998 έχουμε μια ακόμη έντονη αντιπαράθεση μεταξύ Κυβέρνησης και εκπαιδευτικών με αιτία την κατάργηση της επετηρίδας και αφορμή τον διαγωνισμό του ΑΣΕΠ. Στη διάρκεια του πρώτου διαγωνισμού του ΑΣΕΠ (11-15/6) για την πρόσληψη εκπαιδευτικών, 30 εξεταστικά κέντρα σε όλη την Ελλάδα πολιορκούνται από περίπου 15.000 αδιόριστους και μόνιμους εκπαιδευτικούς αλλά και φοιτητές.

Στη μεγάλη απεργία της ΔΟΕ, Σεπτέμβρης-Οκτώβριος 2006, η ΟΛΜΕ συμμετέχει με 3ωρη στάση στις 26/9και τριήμερη απεργία 17-19/10 με χαμηλά ποσοστά. Η νέα εισήγηση του ΔΣ όπου «..Συνεκτιμώντας όλα τα δεδομένα, θετικά και αρνητικά (όπως είναι, π.χ., ο βαθμός συμμετοχής των συναδέλφων στην τελευταία απεργιακή κινητοποίηση), πιστεύουμε ότι μοναδική δυνατότητα και επιλογή μας για να καμφθεί η κυβερνητική αδιαλλαξία και να υπάρξουν έτσι ουσιαστικά αποτελέσματα για τις διεκδικήσεις μας είναι η συνέχιση των αγώνων μας, που στη συγκυρία αυτή θα συμβάλουν και θα ενισχύσουν την ορατή, ήδη, παρουσία και ένταξη στον κοινό πανεκπαιδευτικό αγώνα των μαθητικών αλλά και των φοιτητικών κινητοποιήσεων…» καταία, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 24-26/10.

Τον Μάιο του 2013 η ΟΛΜΕ εισηγείται απεργία στη πρώτη μέρα των πανελλαδικών εξετάσεων στις 17/5 και πενθήμερη αμέσως μετά. Παρά την επιστράτευση που είχε εξαγγείλει η κυβέρνηση η πρόταση υπερψηφίζεται στις συνελεύσεις και στη Γ.Σ. Προέδρων (92%) αλλά αναστέλλεται γιατί «..Σε 2η ονομαστική ψηφοφορία τέθηκε το ερώτημα: «Αν υπάρχουν οι όροι και οι προϋποθέσεις για την υλοποίηση της κινητοποίησης τώρα», …«Μετά την παραπάνω ψηφοφορία δεν θα πραγματοποιηθεί σε αυτή τη φάση η απεργιακή κινητοποίηση.

Με δήλωση του ΔΣ της ΟΛΜΕ θα συνεχιστούν οι κινητοποιήσεις με διαφορετική μορφή (συλλαλητήρια κ.λπ.) και σύγκληση νέων Γ.Σ. το επόμενο 10ήμερο.»(απόφαση Γ.Σ. 15/5).

Τα φύλλα επιστράτευσης επιδίδονται με αστυνομικούς σε 86.000 καθηγητές και «Η ΟΛΜΕ καταγγέλλει σε όλους τους εργαζόμενους και στον ελληνικό λαό την άρνηση της πλειοψηφίας που διαμορφώθηκε στην ΕΕ της ΑΔΕΔΥ να δεχτεί την πρότασή μας για κήρυξη πανδημοσιοϋπαλληλικής απεργίας την Παρασκευή, 17-5.

Η άρνηση αυτή της ΑΔΕΔΥ αντικειμενικά δίνει χέρι βοήθειας στην κυβέρνηση να περάσει την καταστολή ενάντια στον κλάδο μας.» (ανακοίνωση Δ.Σ. 14/5)

Τον Ιούλιο του 2013 «Το νέο ΔΣ της ΟΛΜΕ στην πρώτη συνεδρίασή του αποφάσισε το σχεδιασμό συγκεκριμένων αγωνιστικών κινητοποιήσεων για τις επόμενες ημέρες ενάντια στις χιλιάδες υποχρεωτικές μετατάξεις και διαθεσιμότητες εκπαιδευτικών (και άλλων εργαζομένων στο δημόσιο) που θα οδηγήσουν σε απολύσεις για να συμπληρωθεί ο κατάλογος της ντροπής κυβέρνησης και τρόικας. Η κυβέρνηση με νέο νομοσχέδιο – φονιά που κατέθεσε χτες στη βουλή καταδικάζει σε «ξαφνικό θάνατο» 2.500 καθηγητές (52 ειδικοτήτων) στέλνοντάς τους στην ανεργία, καταργώντας τρεις ολόκληρους τομείς στα ΕΠΑΛ και τις ΕΠΑΣ. Πάνω από 20.000 μαθητές θα αναζητούν από το Σεπτέμβρη το σχολείο τους δεν θα το βρίσκουν. Παραχωρείται έτσι ένα μεγάλο φιλέτο της Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης βορά στον αδηφάγο ιδιωτικό τομέα. Και έπεται συνέχεια…». Το υπόλοιπο καλοκαίρι κυλάει με κινητοποιήσεις και συλλαλητήρια ενάντια στις διαθεσιμότητες (σε 8 υπουργεία συνολικά μαζί με το Υπ. Παιδείας).

 Η Γ.Σ. των Προέδρων αποφασίζει με ποσοστό 90,2% «απεργία διαρκείας από τις 16 Σεπτέμβρη με τη μορφή των επαναλαμβανόμενων 5νθήμερων, Γενικές Συνελεύσεις των ΕΛΜΕ και Γενική Συνέλευση προέδρων κάθε εβδομάδα». Τα ποσοστά της απεργίας στο ξεκίνημά της είναι εντυπωσιακά (90%) ενώ «Εκατοντάδες σχολεία  ανάμεσα σε αυτά και όλα σχεδόν τα Επαγγελματικά συμμετείχαν σε ποσοστό 100%» (δελτίο τύπου 16/9) αλλά φθίνουν γρήγορα. Νέα Γ.Σ. στις 20/9 αποφασίζει μια νέα 48ωρη απεργία τη Δευτέρα 23/9 και την Τρίτη 24/9 χωρίς να υπάρξει άλλη συνέχεια. Είναι αξιοσημείωτο πως από τα αιτήματα της απεργίας (διαθεσιμότητες, Νέο Λύκειο, μείωση ωραρίου, διορισμοί, αξιολόγηση) απουσιάζει παντελώς οποιοδήποτε οικονομικό αίτημα.

Τα 90 χρόνια της ΟΛΜΕ δυστυχώς συμπληρώνονται καθώς 1.700 καθηγητές βρίσκονται σε διαθεσιμότητα με τη δαμόκλεια σπάθη των απολύσεων να αιωρείται πάνω από την εκπαίδευση.

 

ΠΗΓΕΣ

Σαλτερής, N., (1998), Eκπαιδευτικές Oμοσπονδίες και εκπαιδευτική ιδεολογία, 1974-1989, Αθήνα: Πάντειο Πανεπιστήμιο, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή

Χάρης Αθανασιάδης, «Εκπαιδευτικά συνδικάτα και εκπαιδευτική πολιτική: Όψεις του 20ού αιώνα». Gutenberg, Αθήνα 2011

Χρήστος Κάτσικας - Κώστας Θεριανός, Ιστορία της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης, Σαββάλας 2004

ΟΙ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ, ΟΛΜΕ ΑΘΗΝΑ, 1983

http://olme-attik.att.sch.gr/new/

Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα

Σχολεία: Αλλάζουν οι ώρες αποχώρησης των μαθητών

Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με μόνο 65Є εγγραφή - έως 24 Απριλίου

Μοριοδοτούμενο σεμινάριο Ειδικής Αγωγής (ΕΛΜΕΠΑ) με μόνο 50Є εγγραφή- αιτήσεις ως 24/4

2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη

Proficiency και Lower μόνο 95 ευρώ σε 2 μόνο ημέρες στα χέρια σας (ΧΩΡΙΣ προφορικά, ΧΩΡΙΣ έκθεση!)

ΕΥΚΟΛΕΣ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ και ΙΤΑΛΙΚΩΝ για εκπαιδευτικούς - Πάρτε τις άμεσα

Google news logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Google News Viber logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Viber

σχετικά άρθρα